ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

NEWSLETTER

Email

ΝΕΕΣ ΑΦΙΞΕΙΣ

ΝΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ

BEST SELLERS 2024

Bestsellers 2024...»
All time Bests...»

Η άλλη πλευρά του νομίσματος

-10%

Λιανική τιμή: €16,60

Τιμή Bestseller: €14,94

Συγγραφέας: Μαντά Λένα

Εκδότης: Ψυχογιός

Κατηγορία: Μαντά Λένα

ISBN: 9789604533534

Ημερομηνία έκδοσης: 12/05/2008

Αγορά
12/05

Περιγραφή

«Άντρας και γυναίκα είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος…» Αυτό πίστευε πάντα ο Ανδρέας και αυτό ακριβώς έψαχνε: την άλλη πλευρά του δικού του νομίσματος. Γεννημένος σ’ ένα μικρό χωριό, κουβαλώντας μια έμφυτη συστολή μα συνάμα και τη λαχτάρα να ξεφύγει από τα στενά όρια του τόπου του, θα βρεθεί στην Αθήνα. Οι εμπειρίες πολλές, όχι πάντα ευχάριστες, και οι προκλήσεις αμέτρητες, αλλά ο Ανδρέας δεν κάνει πίσω σε καμία πρόκληση.

Η Νίκη θα βρεθεί στο δρόμο του. Μια γυναίκα πλούσια, μεγαλύτερή του, που θα του προσφέρει μια ζωή αστραφτερή, την οποία δεν είχε φανταστεί ποτέ του. Η Αρετή θα έρθει αναπάντεχα. Είναι νέα και άπειρη, αλλά η ζωή μαζί της φαντάζει σαν την επιστροφή στην πρόωρα χαμένη αθωότητα.

Στην τρίλιζα του πάθους, όταν τα όρια στενεύουν, τα διλήμματα γίνονται επιτακτικά… Ένας άντρας με δύο γυναίκες… Ένα νόμισμα με δύο πλευρές…

Στο σταυροδρόμι της καρδιάς, διαλέγεις κατεύθυνση εσύ.

Σελ:440

Λίγα λόγια για τη Συγγραφέα:

Η ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη αλλά ήρθε στην Ελλάδα σε μικρή ηλικία. Σπούδασε νηπιαγωγός χωρίς ποτέ να θελήσει να ασκήσει το συγκεκριμένο επάγγελμα. Για τρία χρόνια είχε δικό της θίασο κουκλοθέατρου, ενώ τα έργα που ανέβαζε ήταν δική της συγγραφής. Για τις ανάγκες του θιάσου, μάλιστα, διασκεύασε πολλά λαϊκά παραμύθια.

Έχει δημοσιεύσει άρθρα σε τοπικές εφημερίδες και για δύο χρόνια διετέλεσε διευθύντρια προγράμματος σε ραδιοφωνικό σταθμό των βορείων προαστίων. Παράλληλα, είχε δική της καθημερινή ενημερωτική εκπομπή με μεγάλη ακροαματικότητα και ήταν υπεύθυνη για την επιμέλεια των διαφημιστικών σποτ του σταθμού, ενώ πολλά από τα κείμενα ήταν δικά της. Είναι παντρεμένη, έχει δύο παιδιά και μένει μόνιμα στο Καπανδρίτι. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της ΒΑΛΣ ΜΕ ΔΩΔΕΚΑ ΘΕΟΥΣ, ΘΕΑΝΩ, Η ΛΥΚΑΙΝΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, το οποίο θα κυκλοφορήσει σύντομα στα τουρκικά, και ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ.

Απόσπασμα από το βιβλίο:

Δεν ξέρω να γράφω καλά…Από παιδί, όταν έπρεπε να γράψω κάτι, αισθανόμουν λες και κάποιος με πίεζε στο στήθος με κάτι βαρύ η αναπνοή μου έβγαινε δύσκολα, τα χέρια μου ίδρωναν. Τότε στο χαρτί αποτυπώνονταν ένα σωρό ακατάστατα σημάδια, άλλες φορές στριμωγμένα το ένα με τ’ άλλο κι άλλες φορές σκορπισμένα σαν τρελά πουλιά, που κανένας δεν μπορούσε να διαβάσει χωρίς να ζαλιστεί. Γι’ αυτό δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και κάθομαι να γράψω τώρα, τι αντίκτυπο μπορεί να έχει η ζωή μου μαύρες ανεμοδούρες σε λευκό φόντο, εμένα που το άσπρο και το μαύρο δε μου άρεσαν ποτέ. Η μονοτονία με θανάτωνε και πάντα προτιμούσα τα ζωηρά χρώματα, αναζητούσα το ουράνιο τόξο και τους θησαυρούς του, μαζί με την άλλη πλευρά του νομίσματος.

Γεννήθηκα σ’ ένα χωριό, μόλις τριάντα χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα. Ωστόσο, αυτή η μικρή απόσταση ήταν αρκετή για να οριοθετεί ήθη, έθιμα και αντιλήψεις. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που, αν κάποιος δεν ήξερε πού βρισκόταν, θα νόμιζε ότι πρόκειται για έναν τόπο όπου η πρόοδος και ο πολιτισμός απείχαν έτη φωτός.

Με ονόμασαν Ανδρέα. Ήταν το όνομα του παππού μου και κληροδοτήθηκα με όλα τα χαρακτηριστικά της οικογενειακής κληρονομικότητας, με πρώτο απ’ όλα ένα κοφτερό μυαλό, το οποίο ωστόσο δούλευε πάντα διαφορετικά από των υπολοίπων όπως ακριβώς του πατέρα μου και του παππού μου, που στο χωριό όλοι τούς αποκαλούσαν«σοφούς».Οι συγχωριανοί τους ψιθύριζαν πως ό,τι έβλεπαν τα μάτια τους, μπορούσαν να το φτιάξουν τα χέρια τους. Βαριά κληρονομιά που όμως τίμησα και ακόμη δεν ξέρω αν ήταν για καλό μου…

Ο πατέρας μου…Κυριάκος Ζησιμάτος…Τον θυμάμαι μέσα από την αχλή των τόσων χρόνων που πέρασαν. Τότε που γελούσε και τρανταζόταν ολόκληρος, και το γέλιο του, δυνατό και χαρούμενο, με ένα άρωμα παιδικότητας, παρέσερνε τους πάντες γύρω του. Όλοι λένε ότι του μοιάζω και δεν έχουν άδικο. Μάρτυρας μια παλιά φωτογραφία, ασπρόμαυρη, αλλοιωμένη από το χρόνο και με μια απαλή υποκίτρινη απόχρωση στις άκρες της. Θέλω να πιστεύω όμως ότι η ομοιότητά μας προχωράει και κάτω από την επιφάνεια και φτάνει να μας εξομοιώνει σαν ανθρώπους. Είμαι η γνήσια συνέχειά του…

Με τον πατέρα μου είχαμε έναν κώδικα επικοινωνίας που έφτανε να αποκλείει όλους τους άλλους, και πρώτη φυσικά τη μάνα μου που νευρίαζε και φώναζε. Όπως τότε που ήμουν πέντε χρόνων και ο πατέρας μου με ανέβασε στο τρακτέρ και μ’ έβαλε να το οδηγήσω. Όταν το έμαθε εκείνη, έπαθε κρίση φώναζε και τραβούσε τα μαλλιά της. Οι εξηγήσεις του, ότι το μεγάλο τιμόνι του μηχανήματος το κρατούσαν τα δικά του σταθερά χέρια, έπεσαν στο κενό και δεν ήταν η πρώτη φορά, αλλά ο πατέρας μου χαμογελούσε ήρεμος. Και όταν

η μάνα μου αράδιασε όσα είχε να πει και έφυγε, εκείνος γύρισε, με κοίταξε και μου ψιθύρισε: «Γυναίκες! Πρώτα φωνάζουν, μετά ακούνε και μετά καταλαβαίνουν…αν θέλουν! Τι να πεις; Μπελάς, αλλά και το αλάτι της γης, γιε μου!» Δεν είχα καταλάβει τότε τι εννοούσε, αλλά τώρα πια ξέρω. Ο πατέρας μου σε όλη του τη ζωή ήταν αγρότης αμπέλια, ελιές και περιβόλια. Ακόμη και σήμερα, έπειτα από τόσα χρόνια, όταν περπατάω ανάμεσα στα μεγάλα δέντρα με τον σκουρόχρωμο καρπό, όταν αγγίζω ένα τσαμπί από τα σταφύλια που κάθε χρόνο στολίζουν με το χρυσάφι τους τα κοντά φυτά, νομίζω ότι βλέπω πάνω στα φύλλα τις σταγόνες του ιδρώτα του. ( BS )

Σκληρός εργοδότης η γη, κι ίσως γι’ αυτό δε σκέφτηκα ποτέ να μπω στη δούλεψή της. Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος που ξεκινούσε να δουλεύει μόλις ο ήλιος έφερνε το ξημέρωμα, καμιά φορά και πριν από αυτό, και τελείωνε μόλις έδυε, πολλές φορές και πιο αργά, έδειχνε ακούραστος. Γυρνούσε από τα χωράφια και τα πιτσιρίκια μαζεύονταν γύρω του, γιατί ήξεραν πως δε θα τους αρνιόταν. Τα ανέβαζε πάνω στο τρακτέρ και τα έκανε βόλτα στο χωριό. Τσίριζαν εκείνα ευχαριστημένα, όπως κάθε παιδί όταν αποκτάει σύντροφο στα παιχνίδια του έναν ενήλικο. Κι εγώ καμάρωνα, γιατί ήταν ο δικός μου πατέρας που τα έκανε αυτά. Ο δικός μου πατέρας ήταν εκείνος που όλοι στο χωριό εκτιμούσαν και σέβονταν τη γνώμη του. Το παρατσούκλι «σοφός» έτεινε να αντικαταστήσει το επίθετό του.

Μία από τις αδελφές του πατέρα μου διηγιόταν μια ιστορία μια ιστορία που αγαπάω και δεν κουράστηκα να την ακούω, όσες φορές κι αν έγινε αυτό, όταν γριά πια η θεία μου γύριζε και ξαναγύριζε στα ευτυχισμένα χρόνια της νιότης της. Κοπελίτσα τότε, ετοίμαζε την προίκα της και ζήτησε από μια γειτόνισσα να της δώσει το σχέδιο μιας περίεργης δαντέλας που πλεκόταν με τα χέρια. Η γειτόνισσα πολύ απότομα της αρνήθηκε, γιατί είχε κόρη αρραβωνιασμένη και δεν ήθελε καμιά άλλη να έχει την ίδια δαντέλα στα προικιά της…

Πιάστηκε το χέρι μου να γράφω, και τώρα που διάβασα όσα έγραψα φαίνονται αλλόκοτα ακόμη και στα δικά μου μάτια. Ποιος να πιστέψει σήμερα ιστορίες για προίκες; Κι όμως, τότε ήταν αλλιώς. Κορίτσια και αγόρια είχαν τα προικιά τους. Τις παραμονές του γάμου έβγαιναν όλα τα κεντήματα και τα υφαντά, φρεσκοπλένονταν, σιδερώνονταν και απλώνονταν στο καλό δωμάτιο του σπιτιού, για να περάσει το χωριό να τα δει, να τα θαυμάσει και φυσικά να τα «χρυσώσει». Η κάθε μάνα καμάρωνε για όσα είχε φτιάξει από τη μέρα που γεννήθηκε το παιδί της, πράγματα που τα κρατούσε μέχρι τότε προσεκτικά κρυμμένα. Τα προικιά έβγαιναν την κατάλληλη στιγμή και άλλες κοιτούσαν, άλλες θαύμαζαν κι άλλες…ζήλευαν. Μερικές αντέγραφαν και σχέδια, αλλά σημασία είχε σε ποια ανήκε η πρωτιά. Γι’ αυτό η γειτόνισσα δεν έδειξε τη δαντέλα που είχε ξετρυπώσει σε κάποιο μαγαζί με κλωστές στην Αθήνα. Και σαν να μην έφτανε η άρνηση, κάθε φορά που η θεία μου πήγαινε στο σπίτι της, η γειτόνισσα πολύ επιδεικτικά μάζευε το εργόχειρο μην τυχόν και δει πώς το έφτιαχναν. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της θείας μου, αυτή η ιστορία τής κόστισε πολύ η δαντέλα είχε στοιχειώσει τα όνειρά της και η αδικία ήταν κατάφωρη, αφού τόσες φορές η συγκεκριμένη…αντίζηλος είχε ζητήσει και πάρει δικά της σχέδια.

Ο πατέρας μου δεν άντεχε να βλέπει την αδελφή του στενοχωρημένη, όπως άλλωστε και κανέναν άλλο. Άρχισε, λοιπόν, να πηγαίνει συχνά πυκνά στην γειτόνισσα. Και επειδή ήταν άντρας, δεν τον φοβήθηκε, αλλά δούλευε ελεύθερα μπροστά του το μάτι του ωστόσο εκείνος το είχε στο εργόχειρο κι ας έπινε καφέ με τους άντρες του σπιτιού. Έπειτα από λίγες επισκέψεις στο διπλανό σπίτι, πήρε νήμα και έδειξε στην αδελφή του πώς πλεκόταν η δαντέλα…Πώς να μην καμαρώνω γι’ αυτόν; Πώς να μη θέλω να του μοιάσω σε όλα; Ο Ανδρέας έτριψε το χέρι του και σηκώθηκε από το τραπεζάκι, πετώντας το στιλό εκνευρισμένος. Μα τι έπαθα απόψε; σκέφτηκε. Σαν κανένας απόμαχος ναυτικός, που αφουγκράζεται το τέλος του και θέλει να γράψει την αλήθεια της ζωής του!

Κι όμως, η αποψινή νύχτα ήταν νύχτα περισυλλογής και αποφάσεων. Το σταυροδρόμι ανοιγόταν μπροστά στα μάτια του και οι δυο του δρόμοι τον καλούσαν ν’ αποφασίσει ποιον θα διαλέξει. Μόνο που στη δική του περίπτωση, η Αρετή και η Κακία δεν ήταν πλάσματα άυλα, αλλά δυο γυναίκες με σάρκα και οστά, που η καθεμία ήταν το ξεκίνημα μιας ζωής διαφορετικής όσο η μέρα με τη νύχτα. Κι αν ακολουθούσε την Κακία, έπρεπε να διαγράψει το παρελθόν του, τις ρίζες του, να πικράνει πολλούς και να πονέσει ακόμη περισσότερους. Κι η Αρετή; Αυτή ήταν μια άλλη ιστορία. Αν ακολουθούσε το δρόμο της, οι πύλες της «κανονικής» ζωής άνοιγαν διάπλατα, η επιστροφή του ασώτου γινόταν πραγματικότητα κι εκείνος ίσως κατάφερνε να γυρίσει στα χρόνια της νιότης του, που τόσο γρήγορα είχε διαγράψει…

Η καρδιά του δεν μπορούσε να βοηθήσει ήταν κι αυτή μοιρασμένη όπως το μυαλό του τούτη τη στιγμή. Έτσι εξηγείται κι αυτό το ημερολόγιο που ξεκίνησε να γράφει. Σκοπός του δεν είναι όσα καταθέτει να μείνουν στην Ιστορία, σκοπός είναι να τον βοηθήσουν μήπως και καταλάβει τι θα κάνει από δω και πέρα. Ίσως αυτή η καταγραφή της ζωής του και των συλλογισμών του του δώσει και τη λύση…Ο Ανδρέας κάθισε πάλι στη θέση του και έπιασε το στιλό. Είχε μια ολόκληρη νύχτα μπροστά του και δεν ήξερε αν ήταν αρκετή για να προλάβει να μουτζουρώσει δεκάδες σελίδες, αποτυπώνοντας στο λευκό φόντο τις… μουτζούρες της ζωής του.

Ο πατέρας μου σπάνια με μάλωνε και δε θυμάμαι ποτέ να σήκωσε χέρι πάνω μου. Το ένστικτο τον οδηγούσε περισσότερο να μου μαθαίνει το καλό και το κακό, με τρόπο που δεν τον ξεχνούσα ποτέ.Κάποτε, όταν ήμουν έξι χρόνων, έκλεψα από ένα φίλο μια καινούργια ξυλομπογιά, λαμπερή και κατακόκκινη. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και την πήρα το κόκκινο δεν ήταν καν το αγαπημένο μου χρώμα. Ίσως με τράβηξε το ότι ένα τέτοιο αντικείμενο ήταν είδος πολυτελείας για το χωριό μας, άρα και σπάνιο. Την πήγα σπίτι με περηφάνια, χωρίς να έχω δώσει στην πράξη μου το σωστό όνομα: κλοπή. Ο πατέρας μου στάθηκε ψύχραιμος όταν έμαθε την προέλευση του λαμπερού κόκκινου μολυβιού, σε αντίθεση με τη μάνα μου, που στην αρχή έβαλε τις φωνές και στο τέλος τα κλάματα, γιατί ο γιος της είχε βγει κλέφτης. Όσο κι αν προσπάθησε ο πατέρας μου να μου εξηγήσει το λάθος μου, έπεφτε πάνω στον τοίχο της παιδικής αφέλειας. «Γιατί, μπαμπά, ήταν λάθος που την πήρα; Αφού ο Χρήστος έχει κι άλλες! Ούτε που θα το καταλάβει! Εγώ όμως δεν έχω ούτε μια μπογιά!»

Δεν ξέρω πότε ακριβώς γεννήθηκε στο μυαλό του πατέρα μου ο τρόπος, με τον οποίο θα μου έδινε ένα μάθημα που δε θα ξεχνούσα ποτέ. Πάντως, έπειτα από μία εβδομάδα, μου έφερε δώρο ένα τεράστιο σιδερένιο φορτηγό, βαμμένο με μια λαμπερή πράσινη λαδομπογιά. Πολύτιμο και δυσεύρετο παιχνίδι για την εποχή και θυμάμαι ακόμη και σήμερα ότι η χαρά ξεχείλιζε στο φουσκωμένο από περηφάνια στήθος μου για το απόκτημά μου, που όμοιό του δεν υπήρχε σε όλη την περιοχή. Η μάνα μου, βέβαια, έβαλε τις φωνές μόλις το είδε. Είχαμε τόσες ανάγκες τα παιχνίδια μάς έλειπαν; Πώς φώναζε έτσι αυτή η γυναίκα; Τ’ αυτιά μου πονούσαν όταν την έπιανε ο…οίστρος. Τίποτα, όμως, δεν είχε σημασία εκείνη τη μέρα. Το πράσινο φορτηγό βρισκόταν στην αγκαλιά μου και παρέμεινε εκεί όλη την εβδομάδα. Όταν έτρωγα ήταν πάνω στο τραπέζι για να το βλέπω, κι όταν κοιμόμουν ήταν δίπλα μου στο κρεβάτι για να το αισθάνομαι…

Μια επίσκεψη, την Κυριακή, στο διπλανό χωριό, ήταν η μόνη ώρα που το αποχωρίστηκα. Όταν γυρίσαμε, με τρόμο διαπίστωσα ότι το φορτηγό είχε εξαφανιστεί. Ακόμη θυμάμαι πόσο πολύ αναστατώθηκα, πόσες ώρες το έψαχνα σε όλο το σπίτι, στον κήπο, στην αποθήκη και το βράδυ, αποκαμωμένος, έβαλα τα κλάματα για τη μεγάλη απώλεια.

Ο πατέρας μου με πήρε αγκαλιά για να με παρηγορήσει και περίμενε υπομονετικά να σταματήσω τα κλάματα για να με ρωτήσει: «Σκέφτηκες μήπως σου το έκλεψε κανείς;»

«Λες, μπαμπά;» ψέλλισα.

«Είναι πολύ πιθανόν!»

«Και τι θα κάνω τώρα;»

«Αγόρι μου, τίποτα δεν μπορείς να κάνεις πια. Κάποιος θα το είδε, θα του άρεσε και επειδή εκείνος δεν είχε, σ’ το πήρε…»

«Μα ήταν δικό μου!» έκανα με παράπονο.

«Είδες πόσο άσχημο πράγμα είναι η κλεψιά; Είδες πόσο πονάει αυτός που χάνει κάτι που αγαπάει; Αν κάποιος σε χτυπήσει, μπορείς να τον χτυπήσεις κι εσύ. Αν κάποιος σε βρίσει, μπορείς να κάνεις το ίδιο. Αν όμως κάποιος σε κλέψει, εσύ δεν τον ξέρεις για να τον τιμωρήσεις, γιατί η κλεψιά είναι από τα πράγματα που γίνονται κρυφά…»

«Δηλαδή, μπαμπά, και τότε που πήρα την μπογιά του Χρήστου, έτσι θα πόνεσε κι αυτός;»

«Φυσικά!»

«Μπορεί κι εκείνος να έκλαψε το βράδυ στο κρεβάτι του;» συνέχισα.

«Γιατί όχι; Όποιος χάνει κάτι…στενοχωριέται, είτε αυτό ήταν μονάκριβο, είτε διαθέτει κι άλλο! Δεν έχει σημασία! Η κλεψιά είναι πάντα κλεψιά!»

«Ποτέ δε θα το ξανακάνω, μπαμπά! Σου το ορκίζομαι!»

«Το ξέρω, παιδί μου! Κοιμήσου τώρα και μην κλαις άλλο!

Να κλαις για πράγματα που διορθώνονται και όχι για πράγματα για τα οποία δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, προκειμένου να γίνουν όπως ήταν πριν!»

Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω πως ο πατέρας μου είχε θυσιάσει τόσα χρήματα για να μου δώσει ένα μάθημα. Το πράσινο φορτηγό δε βρέθηκε ποτέ, αλλά κι εγώ ποτέ δεν άπλωσα χέρι σε κάτι που δεν ήταν δικό μου.

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο πατέρας μου παντρεύτηκε τη μάνα μου…( BS )

Μαντά Λένα

-25%
16/05

Με λένε Ντάτα

Μαντά Λένα

Τιμή: 17,70  13,28

Αγορά
-10%
10/05

'Οσο αντέχει η ψυχή

Μαντά Λένα

Τιμή: 17,70  15,93

Αγορά
-10%
01/05

Χωρίς χειροκρότημα

Μαντά Λένα

Τιμή: 17,70  15,93

Αγορά
-10%
10/05

Το τελευταίο τσιγάρο

Μαντά Λένα

Τιμή: 17,70  15,93

Αγορά
-10%
11/05

'Ερωτας σαν βροχή

Μαντά Λένα

Τιμή: 17,70  15,93

Αγορά
-10%
12/05

Η άλλη πλευρά του νομίσματος

Μαντά Λένα

Τιμή: 16,60  14,94

Αγορά
-10%
02/05

Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι

Μαντά Λένα

Τιμή: 17,70  15,93

Αγορά
-10%
12/05

Θεανώ, η λύκαινα της πόλης

Μαντά Λένα

Τιμή: 17,70  15,93

Αγορά
-10%
25/05

Βαλς με δώδεκα θεούς

Μαντά Λένα

Τιμή: 17,70  15,93

Αγορά