ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
ΝΕΕΣ ΑΦΙΞΕΙΣ
- 8 Αυγούστου
Λατινικά ( Τεύχος Α ) Β Λυκείου - 15 Ιουλίου
Διόφαντος ΟΕΔΒ Σετ Α' Λυκείου (NTYMENΑ) - 15 Ιουλίου
Θρησκευτικά Β' Λυκείου ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ
ΝΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
-
16/05Τιμή: 22,20 19,98-10%
-
23/11Τιμή: 14,90 13,41-10%
-
20/09Τιμή: 11,10 9,99-10%
ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ
-
03/11Τιμή: 60,00
-
03/11Τιμή: 50,00
-
03/11Τιμή: 60,00
-
01/07Τιμή: 10,00
BEST SELLERS 2024
-
Επιβάτης 23Τιμή: 17,70 15,93-10%
-
Αναζητώντας την ελπίδαΤιμή: 17,70 15,93-10%
-
Το μωρό της σοφίταςΤιμή: 18,80 16,92-10%
All time Bests...»
Ύαινες
Λιανική τιμή: €10,90
Τιμή Bestseller: €9,81
Συγγραφέας: Μανδηλαράς Φίλιππος
Εκδότης: Πατάκης
Κατηγορία: Νεανικά
ISBN: 9789601640716
Ημερομηνία έκδοσης: 22/02/2011
ΑγοράΠεριγραφή
Συλλογή Κύκνοι
Η Μάρθα είναι μια δεκαεξάχρονη που από τη μια μέρα στην άλλη καλείται να επιβιώσει δίχως χρήματα και σπίτι σε μια λεηλατημένη Αθήνα, η οποία, μετά τη Χρεοκοπία, έχει γίνει πεδίο μάχης μεταξύ συμμοριών. Στη διαδρομή της θα συμβιώσει με αγνώστους, θα παραβιάσει σπίτια, θα γνωρίσει συνομιλήκους της που ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα συναναστρεφόταν και, μέσα από μια επώδυνη αλλά απελευθερωτική διαδικασία, θα συνειδητοποιήσει τις αληθινές ανάγκες της αλλά και τη δύναμη του φύλου της. Γραμμένο σε τριτοπρόσωπη αφήγηση από έναν αφηγητή-φάντασμα, η ταυτότητα του οποίου θα αποκαλυφθεί στο τέλος με τον πιο αναπάντεχο τρόπο για την ηρωίδα, το μυθιστόρημα πραγματεύεται το ζήτημα της ταυτότητας της ηρωίδας τόσο ως έφηβης όσο και ως γυναίκας. Αποτελεί το δεύτερο σκέλος μιας άτυπης τριλογίας, πρώτο μέρος της οποίας αποτελεί το μυθιστόρημα Κάπου ν' ανήκεις (Πατάκης, 2010), η οποία εξερευνά το ζήτημα της ταυτότητας στην κρίσιμη εφηβική ηλικία, όπου η εικόνα που έχει ο καθένας για τον εαυτό του υπόκειται σε δεκάδες στρεβλώσεις, αποτέλεσμα της επιτακτικής ανάγκης του να ενταχθεί σε κάποια υποομάδα του κοινωνικού συνόλου. Μια ιστορία σκληρή, με έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις, που έχει για φόντο
μια πόλη που εξουσιάζεται απ' αυτούς που χειρίζονται το μαχαίρι και αναγκάζει τους υπόλοιπους να αρκεστούν στ' απομεινάρια της λείας τους. Να γίνουν ύαινες δηλαδή.
Απόσπασμα προδημοσίευσης:
"Ο,τι εντυπωση κι αν εχεις σχηματισει γι' αυτή (κι εννοώ από τις λεγόμενες «εγκληματικές» της πράξεις κι όχι από το παρουσιαστικό της), όσο κι αν έχεις επηρεαστεί απ' όσα γράφτηκαν κι ακούστηκαν γι' αυτή κι όπως κι αν την έχεις χαρακτηρίσει, πρέπει να γνωρίζεις ότι τίποτα απ' όσα έκανε δεν ήταν προσχεδιασμένο. τίποτα. κι όλα ξεκίνησαν τυχαία.εντελώς τυχαία. Ήταν αύγουστος (αν κι αυτό έχει ελάχιστη σημασία, αλλά το αναφέρω για να αντιληφθείς τον ελάχιστο χρόνο που πέρασε από τότε που ξεκίνησε τη «δράση» της μέχρι την ημέρα που έμαθες γι' αυτήν). Ήταν αύγουστος λοιπόν, ζεστός, υγρός κι αποχαυνωμένος. στην πόλη μην πάει το μυαλό σου στο στερεότυπο «μόνη κοπέλα τον αύγουστο στην έρημη πόλη». αυτό θα έπρεπε να το έχεις ήδη διαγράψει. Έτσι κι αλλιώς, μετά την κρίση, όλα άλλαξαν, και το ξέρεις καλά. η πόλη είχε αδειάσει αρκετό καιρό πριν από τους μετανάστες που την τροφοδοτούσαν με ζωή την ημέρα και, τελευταία, είχε αδειάσει κι από τους ευκατάστατους κατοίκους της, που την εγκατέλειψαν μέσα σε μία νύχτα παίρνοντας μαζί τους ό,τι μπορούσαν. Δηλαδή ελάχιστα πράγματα, γιατί δε γίνεται να είσαι φυγάς και να κουβαλάς μαζί σου όλο τον υλικό σου πλούτο.
Στην πόλη είχαν μείνει μόνο οι γέροι (γιατί αυτούς δεν τους είχε κανείς ανάγκη), οι έφηβοι κι οι νέοι (οι περισσότεροι με τη θέλησή τους, γιατί τους φαινόταν πολύ απότομο να εγκαταλείψουν στα ξαφνικά τη ζωή τους), οι φτωχοί (οι μη πλούσιοι, καλύτερα - αυτοί που δεν είχαν τον τρόπο να φύγουν) και όσοι κατά τύχη δεν έμαθαν για τη χρεοκοπία (οπότε ήταν άξιοι της τύχης τους, γιατί κανείς δεν επιτρεπόταν να μην ενημερώνεται είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο για τις εξελίξεις). Όχι και λίγοι δηλαδή... η μάρθα ανήκε στους τελευταίους αλλά και στους δεύτερους, μόνο που δεν ήταν απ' αυτούς που έμειναν στην πόλη με τη θέλησή τους, αν και δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι θα την εγκατέλειπε με τους γονείς της. Έτσι κι αλλιώς,αυτοί (οι οποίοι φρόντιζαν να της παρέχουν τα πάντα προκειμένου να μην έχει ανάγκη τη φυσική τους παρουσία) ήταν πάντοτε δύο ξένοι. Ο σταμάτης και η κατερίνα. Έτσι τους αποκαλούσε όποτε μιλούσε μαζί τους στο κινητό απλώς έτυχε να τη φέρουν στον κόσμο και να τη φιλοξενούν στο πολυτελές σπίτι τους. τίποτε άλλο.
Όμως τι σημασία έχουν όλα αυτά όταν ξαφνικά βρίσκεσαι μόνος σ' αυτή την πόλη, που, από τη μία μέρα στην άλλη, μεταμορφώθηκε σ' ένα αποκρουστικό ζώο γεμάτο καρκινώματα και πληγές; σημασία έχει ότι το πρωί της ημέρας που θα ξεκινούσε η πραγματική ζωή της, η μάρθα κοιμόταν ανυποψίαστη στο δωμάτιό της. κλειδωμένη, φυσικά. Είχε γυρίσει χαράματα (όπως πάντα), αλλά αυτό κανείς δεν το γνώριζε, κι έπειτα δεν είχε να δώσει και λογαριασμό σε κανέναν. πού ήταν, με ποιους ήταν δεν έχει καμιά σημασία, γιατί αυτά ανήκουν στο πριν. σημασία έχει ότι ξύπνησε από ένα επίμονο (αλλά διακριτικό) χτύπημα στην πόρτα και την ψιθυριστή φωνή του σταμάτη: «μάρθα... μάρθα, είσαι μέσα; μάρθα...». προσπάθησε να φανταστεί τι να την ήθελε τέτοια ώρα (10.03 έδειχνε το ρολόι στο γραφείο της), αλλά το χτύπημα και ο ψίθυρος σταμάτησαν. Μετά από λίγο άκουσε τη φωνή της κατερίνας, λίγο πιο έντονη και ανήσυχη απ' ό,τι συνήθως («μα, δε γίνεται να μάθουμε αν είναι μέσα; μπορεί να κοιμάται!»), άκουσε την απάντηση του σταμάτη, σταθερή και καθησυχαστική όπως πάντα («αν ήταν, θα μας άνοιγε. Λες να μην ξέρει τι έχει γίνει; Θα έμεινε σε καμιά φίλη της. στο κάτω κάτω, είναι δεκαέξι χρονών. μπορεί να τα καταφέρει και μόνη της...»), κι αυτό ήταν. την ξαναπήρε ο ύπνος δίχως να προλάβει να ακούσει την κατερίνα, που τον παρακάλεσε να ξαναπροσπαθήσει, ούτε τον ήχο από το κινητό του σταμάτη, στο άκουσμα του οποίου και οι δύο πάγωσαν.
Ούτε, φυσικά, είδε την απεγνωσμένη έκφραση του σταμάτη στα λόγια που άκουσε στο τηλέφωνο και τον τρόμο που ζωγραφίστηκε μεμιάς στο πρόσωπο της κατερίνας. Δεν ένιωσε τη βουερή σιωπή που ακολούθησε, δεν άκουσε την απελπισία της κατερίνας, όπως την εξέφρασε σε τρεις μόνο λέξεις («τι κάνουμε τώρα;»), κι ούτε είδε το αποφασιστικό βλέμμα του σταμάτη όταν την πήρε από το χέρι και την έσυρε, στην κυριολεξία, έξω από το σπίτι. κι ούτε άκουσε, φυσικά, τις δύο σύντομες προτάσεις που της είπε σαν απάντηση στην κρίση πανικού της μέσα στο αυτοκίνητο («μην ανησυχείς. Θα τα καταφέρουμε...»), πριν βάλει μπρος και φύγουν για πάντα. η μάρθα και οι γονείς της: μια σχέση συμφέροντος που μόλις έληγε, χαρίζοντας στη μάρθα αυτό που μέχρι τότε δίσταζε να αποκτήσει, ίσως γιατί νόμιζε ότι το κατείχε την ελευθερία της. Αυτό, όμως, η μάρθα δεν το γνώριζε, και γι' αυτό, όταν κατέβηκε στην κουζίνα (ήταν μεσημέρι πια) και βρήκε το σημείωμα στο τραπέζι, γραμμένο πρόχειρα από το σταμάτη στο πίσω μέρος μιας ανάλυσης λογαριασμού της Δεη, ξαφνιάστηκε. Ψάχνουμε να σε βρούμε, αλλά είσαι άφαντη. Πρέπει να φύγουμε. Καταλαβαίνεις ότι δεν μπορούμε να σου πούμε πού πάμε. Θα γυρίσουμε όταν καλυτερεύσουν τα πράγματα. Πρόσεχε το σπίτι. Είναι ό,τι μας έμεινε εδώ.
Σταμάτης, Κατερίνα αμέσως, εντελώς μηχανικά και μάλλον πανικόβλητη (αλλά για το τελευταίο δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι, γιατί η συνέχεια των πράξεών της ακυρώνει το χαρακτηρισμό αυτό), άνοιξε το κουτί με τα μπισκότα, όπου της αφήναν συνήθως χρήματα για να περνάει. Ήταν άδειο.
Το έκλεισε κι ετοίμασε τον καφέ της. με μια κοφτή κουταλιά ζάχαρη κι ελάχιστο γάλα. τον πήρε και ξεκίνησε για το δωμάτιό της, όπως κάθε μέρα, αλλά μετά σαν να σκέφτηκε ότι δεν είχε λόγο να κρύβεται πια αφού κανείς δεν ήταν εκεί για να την ενοχλεί, οπότε άλλαξε κατεύθυνση και πήγε στο καθιστικό. Άνοιξε τις κουρτίνες και κάθισε στον καναπέ με τα πόδιa απλωμένα στο χαμηλό τραπέζι (απόλυτα απαγορευμένη απόλαυση μέχρι χτεs)."
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο Φίλιππος Μανδηλαράς γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία και ασχολήθηκε με την κοινωνική ανθρωπολογία την εθνογραφία και τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Έχει δημιουργήσει μια μέθοδο δημιουργικής γραφής για τα παιδιά. ("Εργαστήριο δημιουργικής γραφής για τα παιδιά" cd-rom και εκπαιδευτική μέθοδος, Εκδόσεις Πατάκη 1998 και 2000 αντίστοιχα) και έχει γράψει και εκδώσει πολλά βιβλία για παιδιά όλων των ηλικιών στις Εκδόσεις Πατάκη και Φυτράκη.
Νεανικά
Όταν ήρθαν για εμένα (Λέσχη Αλλόκοτων Πλασμάτων, βιβλίο 2)
Τιμή: 8,80 7,92
Αγορά