ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
ΝΕΕΣ ΑΦΙΞΕΙΣ
- 8 Αυγούστου
Λατινικά ( Τεύχος Α ) Β Λυκείου - 15 Ιουλίου
Διόφαντος ΟΕΔΒ Σετ Α' Λυκείου (NTYMENΑ) - 15 Ιουλίου
Θρησκευτικά Β' Λυκείου ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ
ΝΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
-
16/05Τιμή: 22,20 19,98-10%
-
23/11Τιμή: 14,90 13,41-10%
-
20/09Τιμή: 11,10 9,99-10%
ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ
-
03/11Τιμή: 60,00
-
03/11Τιμή: 50,00
-
03/11Τιμή: 60,00
-
01/07Τιμή: 10,00
BEST SELLERS 2024
-
Επιβάτης 23Τιμή: 17,70 15,93-10%
-
Αναζητώντας την ελπίδαΤιμή: 17,70 15,93-10%
-
Το μωρό της σοφίταςΤιμή: 18,80 16,92-10%
All time Bests...»
Τα σακιά
Λιανική τιμή: €17,04
Τιμή Bestseller: €15,34
Συγγραφέας: Καρυστιάνη Ιωάννα
Εκδότης: Καστανιώτη
Κατηγορία: Έλληνες Συγγραφείς
ISBN: 9789600351293
Ημερομηνία έκδοσης: 08/11/2010
ΑγοράΠεριγραφή
"Τι έχουν, μωρέ, τα δικά σας σακιά; Μια χρεωκοπία, έναν ξενιτεμένο, κατραπακιές της εφορίας, αποτυχία στον ΑΣΕΠ, μια κακιά πεθερά, έναν νευρασθενικό προϊστάμενο, ένα παιδί που πετάει μολότοφ, ένα τζάκι που ντουμανιάζει το λιβινγκρούμ, οισοφαγική παλινδρόμηση, υψοφοβία, κερατλίκια, ραγάδες στον πισινό. Για περάστε να ρίξετε μια ματιά στο δικό μου, να σας κοπεί ο βήχας."
Στο νέο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη η Βιβή Χολέβα, η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, εργάζεται ως "αποκλειστική κατ' οίκον". Περιποιείται ηλικιωμένους ανθρώπους που έχουν ανάγκη τη φροντίδα της. Έχει έναν γιο, τον Λίνο, ο οποίος βαδίζει σε "περίεργα και σκοτεινά μονοπάτια". Μια ολιγοήμερη άδεια γίνεται αφορμή να φύγουν οι δυο τους για ένα ταξίδι στους Δελφούς. Εκεί, στον ιερό χώρο της ελληνικής αρχαιότητας, μάνα και γιος θα έρθουν κοντά, αν και τους χωρίζει χάσμα βιωμάτων, ένα κενό που μοιάζει να είναι από παλιά αγεφύρωτο. Στις πέντε μέρες που διαρκεί η εκδρομή, ξετυλίγεται το παρελθόν τους ενώ ο αναγνώστης, μέσα από την ορμητική γραφή της συγγραφέως, ανακαλύπτει σταδιακά τι είναι τα σακιά του τίτλου: τα ηθικά και ψυχικά φορτία που κουβαλούν οι ήρωες, αλλά κυρίως τα βάρη που επωμίζεται εδώ και χρόνια ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο παρακολουθεί αδύναμο την ιστορία να χαράσσεται ερήμην του και τη ζωή να διαδραματίζεται μακριά του.
Ένα βιβλίο που "ζυγίζει" τα άχθη των ανθρώπων των λαϊκών περιοχών και μας ανοίγει διάπλατα τις πόρτες στις απαγορευμένες ζώνες της καθημερινότητάς μας.
Σελ. 368
Απόσπασμα από το βιβλίο:
ΜΑΪΟΣ.
Εξω, ήρλιος πίσω από σύρνεφα, μια πεταρλούδα. Μέσα, το σαρλόνι δίχως χαρλί, οι κούρτες, δυο μερλιτζάνες στην πιατέρλα, μισό πεπόρνι.
Πάλι άγχος. Γι' αυτό μπούκαραν ξανά τα ρω και γέμισαν αυτά που κοίταξε, τον ήλιο του δειλινού, το μπαλκόνι, το πάτωμα, τα πράματα, κι αυτά που σκέφτηκε προς στιγμήν, νηστική από το πρωί, μελιτζάνες και πεπόνια.
Εδώ και κοντά δέκα χρόνια μαγείρευε μόνο μια φορά το μήνα, ψητό της κατσαρόλας συνήθως, και το πήγαινε στον Λίνο. Κάμποσες φορές εκείνος αρνήθηκε να εμφανιστεί στο τζαμάκι κι εκείνη γύρισε το τάπερ σπίτι της, δεν το άγγιξε, ξεχάστηκε το φαΐ στο ψυγείο.
Για τον εαυτό της δεν έβαζε ποτέ τσουκάλι και τηγάνι, κατεβασμένα και τα ρολά του σπιτιού σε τρίτους, δεν τραπέζωνε πια σόγια, δεν καλούσε ψυχή ούτε για έναν ξερό καφέ, την περνούσε με ψωμοτύρι, καμιά ντομάτα, λίγο φρούτο.
Ελλειψη επιθυμίας για ζεστό φαΐ, εκούσια στέρηση δικαιώματος σε απολαύσεις έστω και μηδαμινές και, κυρίως, οικονομία, εδώ και χρόνια δεν είχε πετάξει ούτε δυο κλωνιά μαραμένου μαϊντανού.
Πέμπτη, 3 Μαΐου 2007, σούρουπο.
Η κουρντισμένη Βιβή Χολέβα, που σήκωνε πενήντα δύο χρόνια κούρασης και εβδομήντα οχτώ κιλά λύπης, έχωσε στο πλυντήριο τρεις άσπρες ρόμπες της δουλειάς, έχυσε από λίγο το υπόλοιπο Floral στις δυο γλάστρες, τις πότισε, έκοψε με το ψαλίδι τα ξέφτια της τέντας, τηλεφώνησε στη Βουλγάρα, εντάξει η γριά, επιτέλους ενεργήθηκε, τώρα πλυμένη και δροσισμένη με κολόνια θα κοιμηθεί σαν μωρό, τηλεφώνησε στη στυφιάρα εγγονή του στρατηγού, Αννούλα, χρυσό μου, άντε αύριο στο ΙΚΑ, γιατί δικαιούστε τζάμπα κρέμες και πάνες για την κατάκλιση, δεν τον προλαβαίνουμε τον παππού, τρίτο σκατοτηλεφώνημα στην Καστοριανή για το γάλα Αλεξανδρείας, κοκόνα μου, πιες εσύ δυο κουταλιές και σου υπόσχομαι να προσευχηθώ σε όλα τα ξωκκλήσια στον Υψιστο για τη ρέγουλα των εντέρων, η καριέρα μου από τα τούλια στις κουράδες, σκέφτηκε.
Δεν ένιωθε καλά που θα άφηνε τόσες μέρες τους πελάτες της σε ξένα χέρια, θα το έκανε με βαριά καρδιά, ως τώρα ήταν πάντα διαθέσιμη, κάθε ώρα και λεπτό της μέρας και της νύχτας, να τρέξει κοντά σε αυτά τα πλάσματα με το στόμα το ανοιχτό σαν τσέπη που τρύπησε και πέσανε στο δρόμο τα λεφτά, και τα μάτια με το κίτρινο και τώρα πια κομμένο ασπράδι, που κάποτε θα ήταν κι αυτωνών σαν διάφανο και δροσερό πέταλο αμυγδαλανθού.
Τηλεφώνησε στο ζευγαράκι των Εξαρχείων, μίλησε με το σύζυγο, να είστε καλά παιδιά, του ζήτησε, πήρε και τον κορακοζώητο Κρητικό, της είχε έτοιμη τη μαντινάδα, Κάμε τραγούδι τη ζωή στης λύρας το δοξάρι, προτού σε βρει η σαϊτιά του χαρομακελλάρη, της ευχήθηκε να περάσει ωραία στο γάμο, ευχήθηκε στους μελλόνυμφους συγγενείς της, κι αυτή τον ευχαρίστησε με τα λόγια που του άρεσαν, ναι, λεβέντη μου, σαν έρθει η ώρα σου δεν θα παραλείψω να φωνάξω, σκατά στο λάκκο σου.
Τέλειωσε με την πελατεία, αλλά δεν ακούμπησε το ακουστικό, πήρε το διαχειριστή της πολυκατοικίας για τα κοινόχρηστα, δεν βγήκαν ακόμη, Βιβή, είσαι η μόνη που ανυπομονείς να τα σκάσεις, πήρε και τον Γιούκαρη, όλα κανονισμένα σου ξαναλέω, να είσαι εκεί στις εφτά το πρωί, μη φοβάσαι, Βιβή, να έχεις αυτοκυριαρχία και τα μάτια δεκατέσσερα.
Μόνο δεκατέσσερα; σκέφτηκε και σηκώθηκε. Δίπλωσε ρούχα και εσώρουχα στο βαλιτσάκι της, ετοίμασε το σακβουαγιάζ του Λίνου, το δύσκολο ήταν να ξαναπιάσει στα χέρια της τα καινούργια παπούτσια του, ακούμπησε τις δυο αποσκευές δίπλα στην πόρτα της εισόδου.
Πήρε το πορτοφόλι από την τσάντα της, ξαναμέτρησε τα λεφτά, οκτώ χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ, τέσσερα των πενήντα, ψιλά, η κάρτα της Τράπεζας, οι δυο ταυτότητές της. Το ξανάβαλε στη θέση του, στις δυο θήκες τα μαύρα γυαλιά, τα δύο αρχαία βιβλιαράκια, τα τρία αποκόμματα διπλωμένα στα τέσσερα, οι τέσσερις φωτογραφίες στο φάκελο, γυναικεία μικροπράγματα και η μικρή ατζέντα με τα χρήσιμα τηλέφωνα, λίγα, τα ήξερε κι απέξω.
Πήγε στην κουζίνα κι έφερε το σιδερένιο γουδοχέρι και το μαχαίρι του τυριού, τα έβαλε στην τσάντα, χωρούσαν άνετα και τα δυο, αλλά τελικά άφησε μόνο το πρώτο, γύρισε το μαχαίρι στο συρτάρι του.
Από την συγγραφέα:
Υπάρχει παραβατικότητα, παρεκτροπή, έγκλημα που προκαλεί συμπάθεια αλλά και έγκλημα που προκαλεί μόνον απέχθεια.
Εδώ είμαστε. Τα Σακιά δεν έχουν αξιαγάπητους ήρωες. Οι πρωταγωνιστές δεν είναι τα θύματα που θα συμπονέσουμε, θα πενθήσουμε και θα πορευτούμε δίπλα τους. Είναι οι θύτες. Οι πράξεις τους ακραία απωθητικές και ασυγχώρητες. Ο γιος είναι ισοβίτης για ειδεχθή εγκλήματα. Στην πρώτη του άδεια η μάνα του τον σέρνει «εκπαιδευτική εκδρομή» στους Δελφούς για να του εμπνεύσει ένα σωτήριο ενδιαφέρον. Το βιβλίο είναι ένα ξερό χρονικό τρεισήμισι ημερών, τον Μάιο του 2008.
Μοιράζεται σε πέντε μέρη: Το σύννεφο. Το ταχίνι. Το φτυάρι. Το κορδόνι. Το ντουβάρι. Η αφήγηση σιγά σιγά λύνει τη γλώσσα και τη μνήμη. Ξεδιπλώνει τα γεγονότα, την εξιχνίαση, τις συνέπειες. Αυτό είναι όλο.
Δεν γράφω επαναστατικά, οραματικά ή μεγάλων διαστάσεων θέματα, ούτε οι ήρωές μου είναι ηγέτες ή πρόσωπα-κλειδιά της Ιστορίας. Ανήκουν στο πλήθος. Και μπορεί να έχω μπόλικα σκηνικά και πρόσωπα που φωτίζουν, επισημαίνουν, σημαίνουν, αλλά πάντα μαζεύω την ιστορία μου σε δύο το πολύ βασικά σπίτια και σε πεντ' έξι το πολύ βασικούς χαρακτήρες. Στα Σακιά υπάρχουν οι χώροι, τα επεισόδια, τα σούρτα-φέρτα και οι μικροϊστορίες των δευτεραγωνιστών και των κομπάρσων, αλλά περιορίζομαι σε ένα βασικό σπίτι και δύο βασικούς χαρακτήρες, τη Βιβή και τον μοναχογιό της, τον Λίνο. Οι ζωές τους καθόλου σπάνιες. Πατήσια, ένα μικρομάγαζο, ένα διαμέρισμα, ένα σκυλί, μια ψευτοσχολή, διαδρομές στις γειτονιές της Αθήνας και υποχρεωτικές παρουσίες στο χωριό. Βιβή και Λίνος δεν είναι εξωγήινα τέρατα και για την ερμήνευση συμπεριφορών και πράξεων δεν καταφεύγω στα προφανή δεκανίκια μιας μάνας πουτάνας ή θρησκόληπτης κι ενός πατέρα τραμπούκου. Στην καθημερινότητά τους αναγνωρίζουμε κοινά στοιχεία με την καθημερινότητα των πολλών, με τη δική μας καθημερινότητα. Οι ταραγμένες ψυχές κουρνιάζουν στα σπίτια αδιακρίτως, πλούσια και φτωχά, θεοσεβούμενα και άθεα, σπουδαγμένα και μη, δεξιά κι αριστερά και απολίτικα.
Είχα αρχίσει να σχεδιάζω την πλοκή το 2000. Συνήθως έχω στην άκρη μια δεκαριά ντοσιέ με μισοεπεξεργασμένα θέματα. Κάποια θα αντέξουν την αναμονή, κάποια θα πάψουν να με πείθουν. Αποφάσισα τα Σακιά το 2006. Από κάπου τριακόσιες παραγράφους, σκόρπιες βέβαια και οι περισσότερες κακογραμμένες, ξεδιάλεξα τριάντα δύο στέρεες φράσεις-καμπανάκια για ζητήματα που έπρεπε να πάρω πολύ σοβαρά. Εχτισα την πλοκή με τα μονοπάτια, τα σκαλοπάτια και την περίφραξη. Ωστόσο γράφοντας, σαν να είχαν για μένα μεγαλύτερη σημασία οι λεπτομέρειες της ρουτίνας, τα τεκμήρια του ασφυκτικού τοπίου, ο εγκλωβισμός σε ένα αδιέξοδο αρνητισμού, η παγίδευση σε μια γλώσσα της σκέψης και του στόματος, άλλοτε με αμείλικτες σιωπές και άλλοτε με ευφράδεια στη χολή και στην καχυποψία, μια γλώσσα που εξελίσσεται επικίνδυνα και υποχρεώνει σε άτακτη οπισθοχώρηση τη γλώσσα της υπομονής, της στροφής, της κατανόησης, της συνεννόησης. Στο κάθε μυθιστόρημα το κυρίαρχο συναίσθημα δεν μου πάει να δηλώνεται και να επιβάλλεται εξαρχής, αλλά να δουλεύεται σιγά σιγά και να αναδύεται σελίδα με σελίδα, αφού κάνει τον κύκλο της δοκιμασίας των ηρώων. Αν το βάλσαμο, η λύτρωση και η γαλήνη κερδίζονται με αποπληρωμή ανοιχτών λογαριασμών, η ατόφια λύπη, η συνειδητή συντριβή και οι εφιάλτες της τύψης κερδίζονται με συνεχή αγώνα. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν πεντακάθαρες συνειδήσεις. Ολοι κουβαλούν στο σακί τους, μαζί με τα βάσανα, ομολογημένες ή ανομολόγητες αδικίες που διέπραξαν ή δεν προσπάθησαν να αποτρέψουν. Υπάρχουν οι ένοχοι της μεγάλης και της μικρής κλίμακας. Ο Λίνος και από κοντά η μάνα του, αφού στις άγριες υποθέσεις η κοινωνία καθίζει στο σκαμνί και τις μαμάδες, ανήκουν στην πρώτη κατηγορία. Εκεί που δεν πολυμετρούν τα ελαφρυντικά. Εκεί που η καμπανιά του δικαστηρίου δεν διαγράφει τα τετελεσμένα. Εκεί που δεν απομένουν φίλοι. Εκεί που δεν υπάρχει περίπτωση συγχώρεσης και υπόσχεση κάθαρσης.
Η μόνη κάθαρση που στέκει είναι η τιμωρία της συνείδησης, το άλγος καθαυτό, παντοδύναμο και παντοτεινό. Το άλγος-σπόρος, που μπορεί μεριές μεριές να πιάνει και να βλασταίνει ανθρωπιά. Ισως μόνον αυτήν να αποζητώ, να τη φαντάζομαι έστω, παντού. Ιωάννα Καρυστιάνη
Κριτικές:
"Οι γυναίκες της Ιωάννας Καρυστιάνη κάποτε είχαν άγιο, τον άγιο της μοναξιάς. Τώρα ο άγιος έφυγε, έμεινε η μοναξιά. Στο καινούργιο μυθιστόρημα, «Τα σακιά», καθένας μένει μόνος με το σακί του, με την ύπαρξή του, την παραγεμισμένη εμπειρίες, συνήθως πικρές. Κεντρικό πρόσωπο η αντιηρωίδα Βιβή Χολέβα, μια κοπέλα που διάβαζε πολύ στο χωριό ώστε όταν μεγαλώσει να γίνει γιατρός. Λιγομίλητο κορίτσι, πάντα ήσυχο, πάντα στην άκρια, ξεκίνησε από την Πελοπόννησο για να αλλάξει ζωή, χωρίς όμως να έχει ούτε ιδιαίτερο κέφι για πάλη ούτε ιδιαίτερες επιδιώξεις, επιστημονικές, κοινωνικές, προσωπικές. Η εποχή επέτρεπε τα όνειρα για μεγάλες ανατροπές αφού η εγγραφή της στην Ιατρική συνέπεσε με τις θυελλώδεις συνελεύσεις στα αμφιθέατρα, με τις πορείες στην πτώση της χούντας, με την κομμουνιστική έξαρση. Βλέπει τους συνομηλίκους να ορθώνουν τη γροθιά απαιτώντας καλύτερη ζωή αλλά εκείνη επιστρέφει στα διαβάσματα, στη μουχλιασμένη υπόγεια γκαρσονιέρα της οδού Επτανήσου. Εκεί γύρω θα περάσει τη ζωή της: Κυψέλη, Πατήσια, Γκύζη.
Η ενηλικίωση της Βιβής Χολέβα παρουσιάζεται μέσα από τις αλλαγές που συντελούνται στις νοοτροπίες μιας γενιάς, μέσα από τις αλλαγές που παρατηρούνται στην πόλη. Στην αρχή του βιβλίου είναι μια φοιτήτρια ευτυχής που αφανίζεται στη χοάνη μιας άσχημης μεγαλούπολης. Στα 30 χρόνια που ακολουθούν, το κέντρο της Αθήνας προσελκύει οικονομικούς μετανάστες που βολεύουν τους πάντες, κυρίως τους ανήμπορους γέροντες που θέλουν μια Βουλγάρα να τους περιποιείται. Η Βιβή ως τα πενήντα της ζει εξαφανισμένη στο ανώνυμο πλήθος.
Αυτό που μαθαίνουμε από τις πρώτες σελίδες είναι ότι έχει έναν γιο, με τον οποίο προσπαθεί να τα ξαναβρεί και ότι το επίθετό τους είναι γνωστό στο πανελλήνιο, όχι όμως για κάποιο επίτευγμα. Το επίθετο «Χολέβας» είναι συνώνυμο του κακού και του ασυγχώρητου. Στα πενήντα της η Βιβή κυκλοφορεί με το πατρικό της όνομα, κρύβεται πίσω από μαύρα γυαλιά, παίρνει κιλά και περνά ολόκληρες νύχτες μετρώντας τα ψίχουλα της φρυγανιάς στο πιάτο.Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου μάνα και γιος πάνε μαζί πενθήμερη εκδρομή στους Δελφούς. Εκείνη αναζητεί ένα σημείο επαφής με το παιδί της, εκείνος είναι αδιάφορος για τη ζωή. Το δικό του σακί είναι φορτωμένο ως επάνω, δεμένο γερά με το κορδόνι ενός παπουτσιού. Το δικό της σακί έχει περιθώριο να γεμίσει κι άλλες πίκρες. Ξεκινά τη διαδρομή προς τον ομφαλό της Γης έτοιμη για όλα. Ολα τα δεδομένα συνηγορούν σε μια εκτίμηση: έχει αποτύχει οικτρά ως μάνα. Επιχειρεί να βρει την αρχή της αποτυχίας. Μήπως ήταν στις συνεχείς παρατηρήσεις, από τη νηπιακή ηλικία, να κάνει ησυχία; Ο Λίνος Χολέβας, κλεισμένος στο αθηναϊκό διαμέρισμα, έπρεπε να αναπνέει σιωπηρά, να μην ακούγεται, να παίζει μόνο με παζλ και τουβλάκια.
Και ύστερα αναδύονται οι ενοχές. Η ηρωίδα πέρασε τη ζωή της δουλεύοντας χωρίς να κανακεύει το παιδί της, χωρίς να το χαϊδεύει, χωρίς να του στέλνει ένα βλέμμα θαυμασμού. Μεγάλωσε ένα παιδί με την επωδό «κάνε ησυχία» αλλά μόλις το παιδί μεγάλωσε και κλείστηκε στο καβούκι του άρχισε να το ενθαρρύνει, να βγει μια βόλτα, να βρει κορίτσι, να πάει για μπάνιο στη θάλασσα. Μαζί με τις συμβουλές έπεφταν και τα πεντοχίλιαρα στο κομοδίνο. Οταν λοιπόν βρίσκεται προ των ευθυνών της, όταν αντιλαμβάνεται ότι υπήρξε χορηγός και όχι γονιός ενός «παραστρατημένου» τελικά παιδιού (το «παραστράτημα» του γιου είναι η μεγάλη έκπληξη του βιβλίου, που για ευνόητους λόγους δεν την αποκαλύπτουμε), καλείται να πάρει μια μεγάλη απόφαση. Το κάνει εν κρυπτώ, οπότε σε δεύτερη φάση πρέπει να αποφασίσει αν θα πει στο παιδί της όλη την αλήθεια για τις πράξεις της.
Την ημέρα όπου ο κόσμος της Βιβής Χολέβα καταρρέει, εξαφανίζονται όλοι οι συγγενείς και γνωστοί ωσάν το κακό να είναι μεταδοτικό. Περισσότερο της κοστίζει η απώλεια της μοναδικής φίλης, της νονάς του παιδιού, της Ρόδως, που λειτουργούσε ως σύνδεσμος με την αληθινή ζωή. Κουβαλούσε πάντα το καινούργιο καλό βιβλίο, φρέσκες αφηγήσεις για εραστές, εμπειρία από τα νοσοκομεία όπου εργαζόταν ως καρδιολόγος. Η μάνα δεν μαθαίνει ποτέ πόσο αποσταθεροποιητικά λειτούργησε αυτή η γυναίκα στο παιδί, πόσο άσχημα επέδρασε στην εξέλιξη των δραματικών γεγονότων. Η μάνα δεν μαθαίνει ποτέ απλούστατα γιατί δεν είχε διαύλους επικοινωνίας μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Επέτρεπε εν αγνοία της την παρενόχληση του ντροπαλού εφήβου, ο οποίος δεν είχε κανέναν να αποταθεί για να ζητήσει βοήθεια. Πάντως όταν όλοι εγκαταλείπουν τη Βιβή Χολέβα επανεμφανίζονται δύο φίλοι του άντρα της από τα παλιά. Λεβέντες από την Κρήτη, κουκουέδες, δεν ρωτούν πολλά, βοηθούν στα μερεμέτια και δηλώνουν «παρών».
Είναι δυνατόν μια σχέση αδιαφορίας ανάμεσα στη μάνα και το παιδί της να γίνει ξαφνικά ουσιαστική και αγαπησιάρικη; Δύσκολο αυτό, όμως μπορεί να βρεθεί ένα σημείο επαφής. Μια αναπάντεχη στιγμή, όταν έχουν ειπωθεί τα πάντα, γίνεται το κλικ της μετάβασης σε μια καινούργια σχέση. Μάνα και γιος κάνουν αχάραγα ένα μπάνιο στη θάλασσα, μια θάλασσα που λειτουργεί ως κολυμπήθρα.Η ηρωίδα του μυθιστορήματος είδε τα όνειρά της για σπουδές να ματαιώνονται όταν αντελήφθη πως είναι έγκυος από τον νεαρό μαραγκό που γνώρισε μέσω μιας συμφοιτήτριας.Ηταν ένα από τα καθήκοντα της εποχής,να συναναστρέφονται οι προοδευτικοί επιστήμονες την εργατική τάξη. Στα είκοσί τους βρέθηκαν με ένα μωρό στην αγκαλιά,χωρίς σίγουρα εισοδήματα.Το επιχειρηματικό πνεύμα νίκησε και άνοιξαν ένα από τα χαρακτηριστικά καταστήματα της εποχής.Μαγαζί με δώρα,ειδικευμένο στις διακοσμητικές κούκλες μπαλαρίνες.Η Καρυστιάνη με πλάγιους τρόπους καταγράφει την αισθητική της εποχής,όταν οι μικροαστοί επιχειρούσαν να βρουν το στυλ τους,προτού αποκτήσουν όλοι τους λευκούς καναπέδες (όπως αναφέρει σε άλλο βιβλίο της).Σπίτια,μαγαζιά,ντυσίματα,όλα καταγράφονται με ακρίβεια χωρίς να εξαντλούν τον αναγνώστη." Λώρη Κέζα,"Το Βήμα"/ "Βιβλία", 24.10.2010
"Είναι κάτι κλισέ σαν το «Don't worry, be happy» και τη «θετική ενέργεια» που έκαναν τη ζημιά: άφησαν τον κόσμο να πιστεύει ότι η ζωή μπορεί και να είναι ένα μεταξωτό σακουλάκι με πούπουλα. Η Ιωάννα Καρυστιάνη έχει άλλη γνώμη. «Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν άνθρωποι που δε σηκώνουν ένα βαρύ σακί, γεμάτο καημούς, πόθους και κρίματα και δεν πιστεύω ότι υπάρχουν πεντακάθαρες συνειδήσεις», λέει στον «ΑτΚ» η πολυδιαβασμένη συγγραφέας.
Τέτοια ασήκωτα σακιά κουβαλάνε οι ήρωες στο νέο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη που κυκλοφορεί από αύριο στα βιβλιοπωλεία. Τίτλος του «Τα σακιά» (Καστανιώτης). Με το βιβλίο αυτό η συγγραφέας κάνει μία παράτολμη κίνηση που δεν αποκλείεται να κάνει να νιώσουν άβολα πολλοί αναγνώστες της. Ακόμη κι αυτοί που την αγαπάνε και τη διαβάζουν σταθερά 15 χρόνια τώρα από την εποχή της καλοτάξιδης «Μικράς Αγγλίας» θα δυσκολευτούν να αγαπήσουν ή να συμπονέσουν τον Λίνο και τη μάνα του τη Βιβή, τους ήρωες της ιστορίας -«απωθητικοί κι απεχθείς», όπως παραδέχεται και η ίδια. «Αλλά η λογοτεχνία δεν είναι πάντα για να αρέσει, το σοκ που μπορεί να επέλθει ίσως να αποβεί εντέλει θετικό, ένας συναγερμός για μία άλλη θεώρηση των πραγμάτων», συμπληρώνει.
Ούτε ο Λίνος ούτε η μάνα του έχουν ίχνη έστω από το μεγαλείο του πλοιάρχου Αυγουστή, του ήρωα στο «Σουέλ», το προηγούμενο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη. «Σ' αυτό το βιβλίο με άδραξε η μοίρα των μη υποδειγματικών ανθρώπων. Δεν ήταν πρόθεσή μου να τους καταδικάσω ή να τους αθωώσω. Λογοτέχνης είμαι, όχι δικαστής ούτε παπάς. Το λέω ξεκάθαρα στο βιβλίο ότι είναι ασυγχώρετα αυτά τα εγκλήματα. Μόνη κάθαρση είναι το άλγος καθαυτό, η τιμωρία της συνείδησης, παντοτινή και πέραν της ποινής του δικαστηρίου».
Πώς αφηνιάζει ένα παιδί, εν προκειμένω ο Λίνος της ιστορίας, «που όλα τα δάχτυλα τον δείχνουν σαν φταίχτη»; Τι του συμβαίνει; Τέτοια ερωτήματα τρύπωσαν στο μυαλό της Ιωάννας Καρυστιάνη. «Ερωτήματα που δεν ήταν στα μέτρα μου, δεν μπορούσα να έχω μία εύκολη τοποθέτηση. Ποτέ δεν ξέρουμε 100% την απάντηση σε κρίσιμα ζητήματα και συμπεριφορές που προκύπτουν μετά από μία τούμπα του μυαλού. Νομίζω πως όλο το βιβλίο είναι μία πρόταση δοκιμασίας στην περιοχή των μη αυτονόητων συναισθημάτων και για το συγγραφέα και για τον αναγνώστη».
Μακριά από εύκολες λύσεις είναι και ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτεται η ιστορία, σε μικρές δόσεις που κάποτε ανοίγουν ολόκληρους γκρεμούς. «Το έκανα γιατί είχα ανάγκη να παίρνω κουράγιο για το παρακάτω αλλά και για τον αναγνώστη. Δεν ήθελα εξαρχής να βάλω τα κουκιά της ιστορίας ούτε να προκύπτουν αμέσως τα συναισθήματα απέναντι στους ήρωες, να επιβάλλονται».
Υπό το βάρος των πράξεων του γιου, αυτός κι η μητέρα του καταδικάζονται να ζήσουν στη σκιά του δράματος των θυμάτων τους σε «μια συνθήκη αληθινής δυστυχίας», που γίνεται ανάμεσά τους δεσμός αδιάσπαστος. «Είχα ανάγκη να περπατήσω μαζί τους στα σκοτεινά τοπία όπου μοναδικοί μουσαφίρηδες είναι οι τύψεις και η συντριβή, να δω τι μπορεί να συμβαίνει πριν, κατά τη διάρκεια και μετά, σε τέτοια παραδείγματα ασυγχώρετης συμπεριφοράς. Πιστεύω ότι ακόμη και οι πιο ακραίες εμπειρίες είναι μέρος της συλλογικής εμπειρίας και με κάποιον τρόπο κι αυτές μιλούν. Η ζωή τέτοιων ηρώων είναι παράδειγμα προς αποφυγή και ταυτόχρονα ένας συναγερμός προς όλους μας για το τι μπορεί να σημαίνει η απουσία της αγάπης, η τσιγκουνιά στα αισθήματα».
Αν και βάδισε στη σκοτεινιά των ηρώων της, η Ιωάννα Καρυστιάνη δεν επιδίωξε να φανεί ψυχολόγος ή κοινωνιολόγος. «Ανακαλύπτουμε τελευταία στα βιβλία φράσεις με τις οποίες ο συγγραφέας επιδιώκει να δείξει ότι ξέρει από ψυχολογία. Κάπου χάνει όμως έτσι η λογοτεχνία. Είμαστε υποχρεωμένοι, ακολουθώντας το ένστικτο, να ψάξουμε έναν άλλο δρόμο συχνά με το ρίσκο να πέσουμε έξω. Αλλά, νομίζω, αυτή είναι η ευλογία της λογοτεχνίας, δεν είναι επιστήμη, είναι ένας άλλος δρόμος διερεύνησης της ανθρώπινης περιπέτειας».
Η ιστορία του βιβλίου εκτυλίσσεται μέσα σε μόλις 3,5 μέρες, το Μάιο του 2008, στους Δελφούς, ο χρόνος της αφήγησης γυρίζει όμως συχνά προς τα πίσω, φτάνει στην Ελλάδα του '60 και του '70 αλλά και σε αυτήν του '90, εξίσου μακρινή πια για όλους μας. «Σήμερα έχω την εντύπωση ότι έχουν γίνει γενικά αποκαλυπτήρια, ο κόσμος όπως τον ξέραμε δεν υπάρχει πια, είναι σαν όλα να αλλάζουν, όλα δύσκολα. Αλλά φταίμε αν δεν προσέξαμε γιατί τα σημάδια υπήρχαν σε μία κοινωνία που είχε εξελιχθεί σε κοινωνία αστοργίας, υπήρχαν μέσα στα ίδια τα σπίτια. Το σπίτι του καθενός μας δεν είναι το μικρό σπίτι στο λιβάδι, υπάρχει γύρω του μια πολύπλοκη βία: η βία μίας παιδείας χωρίς ανθρωπιστικό περιεχόμενο, η βία με την οποία αντιμετωπίζονται οι ηλικιωμένοι και βέβαια η βία της γλώσσας που τη δούλεψα ιδιαίτερα στο βιβλίο. Πολλές φορές τρόμαζα γράφοντας και σκίζοντας, καθώς αντιλαμβανόμουν τον τρομερό ρόλο που μπορεί να παίξει η γλώσσα, καθορίζει και υπονομεύει μία σχέση, αφήνει τον καθένα να αποσυσχετίζεται από τον εαυτό του και το περιβάλλον. Και τελευταία καλλιεργήθηκε μία γλώσσα επιθετική: ένας παροξυσμικός πολιτικός λόγος, γκρίζα συνθήματα, εξυπνακίστικες ατάκες, φονικές μπηχτές. Καλλιεργήσαμε μία λεκτική δεινότητα στις τάπες, τα αποστομωτικά σχόλια, χωθήκαμε και χαθήκαμε σε μία γλώσσα δυσπιστίας και άρνησης και δημόσια αλλά και στα σπίτια και στη σκέψη του καθενός».
Για την Ιωάννα Καρυστιάνη η γλώσσα είναι δείκτης της εποχής. «Αισθάνομαι ότι απλώνεται ένα ντοστογεφσκικό κλίμα στον πλανήτη με ιστορίες ζόφου. Μιλώντας για τη χώρα μας -και κάνω εδώ μία αναφορά στους άκοπους τόμους που σέρνει η Βιβή Χολέβα, τα ποιητικά βιβλία που δεν διάβασανε ποτέ σ' αυτό το σπίτι- αισθάνομαι ότι μας έλειψε η συναλληλία του Παπαδιαμάντη, η αίθρια ματιά του Σικελιανού, ο σπαραγμός του Ρίτσου, το δοκιμασμένο ήθος της Αξιώτη, η λιτή στοχαστικότητα του Λειβαδίτη, που υπενθυμίζει τον ανθρώπινο πόνο. Αφεθήκαμε στην κυριαρχία των αγορών στη γλώσσα. Μιλήσαμε για το limit up ενός βουλευτή, για κεφαλαιοποίηση κοινωνικών αντιδράσεων. Αντικαταστάθηκαν ατόφιες και πεντακάθαρες λέξεις: η κλοπή δημόσιου πλούτου έγινε διαπλοκή, αντί για απατεωνιά λέμε αδιαφάνεια. Πρέπει να επιστρέψουμε στην κυριολεξία των λέξεων, να σταθούμε πιο σοβαρά απέναντι σε όλα»." Χρύσα Νάνου,"Αγγελιοφόρος", 7.11.2010
Έλληνες Συγγραφείς
Αγορά Χρυσού - Μια βραδιά στου Μενέλαου. Ο κύριος Νίκος και η τριχοτόμηση της γωνίας. Μια περιήγηση στον Χρόνο
Τιμή: 9,00 8,10
Αγορά