ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
ΝΕΕΣ ΑΦΙΞΕΙΣ
- 8 Αυγούστου
Λατινικά ( Τεύχος Α ) Β Λυκείου - 15 Ιουλίου
Διόφαντος ΟΕΔΒ Σετ Α' Λυκείου (NTYMENΑ) - 15 Ιουλίου
Θρησκευτικά Β' Λυκείου ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ
ΝΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
-
16/05Τιμή: 22,20 19,98-10%
-
23/11Τιμή: 14,90 13,41-10%
-
20/09Τιμή: 11,10 9,99-10%
ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ
-
03/11Τιμή: 60,00
-
03/11Τιμή: 50,00
-
03/11Τιμή: 60,00
-
01/07Τιμή: 10,00
BEST SELLERS 2024
-
Επιβάτης 23Τιμή: 17,70 15,93-10%
-
Αναζητώντας την ελπίδαΤιμή: 17,70 15,93-10%
-
Το μωρό της σοφίταςΤιμή: 18,80 16,92-10%
All time Bests...»
Η δεξιά τσέπη του ράσου
Λιανική τιμή: €10,19
Τιμή Bestseller: €9,17
Συγγραφέας: Μακριδάκης Γιάννης
Εκδότης: Εστία
Κατηγορία: Έλληνες Συγγραφείς
ISBN: 9789600514131
Ημερομηνία έκδοσης: 09/07/2009
ΑγοράΠεριγραφή
Τη νύχτα που πέθανε ο αρχιεπίσκοπος γέννησε η Σίσσυ. Έκανε τρία κουτάβια σα θρεμμένα ποντικάκια. Ο Βικέντιος από μέρες την είχε κατά νου. Περίμενε. Είχανε σωθεί τα φουντούκια στην τσέπη του ράσου του. Πηγαινοερχότανε μες στο μοναστήρι, μοναχικός διακονητής, κι εκείνη, φουσκωμένη, έτρεχε βαριανασαίνοντας από πίσω του, ταμένη να συντροφεύει τα βήματά του στο μαγειριό, στο προαύλιο, στα αγριεμένα πια κηπάρια και στην πεζούλα με τους σταυρούς.
Ο Βικέντιος, μοναχικός μοναχός, πενθεί για την αδικοχαμένη σκυλίτσα του, την ίδια στιγμή που λαός και επίσημη Εκκλησία πενθούν τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο.
Κατόπιν, καθώς οι κεφαλές της Εκκλησίας μετέχουν σε ιερές και ανίερες διαδικασίες διαδοχής, εκείνος αγωνιά να κρατήσει στη ζωή έστω και έναν από τους τρεις νεογέννητους διαδόχους της νεκρής σκυλίτσας.
Mια έντονα σημειολογική νουβέλα που ακροβατεί μεταξύ προσωπικού και συλλογικού πένθους, προσωπικής και συλλογικής ελπίδας. Από τον συγγραφέα-έκπληξη του μυθιστορήματος "Ανάμισης ντενεκές".
Σελ. 144
Κριτικές:
"Ομολογεί ότι την αφορμή να γράψει λογοτεχνία τού την έδωσε ένας φονιάς που έχει στοιχειώσει στους τοπικούς μύθους του νησιού του, ο Πέτικας. Ο Γιάννης Μακριδάκης γυρνούσε τα χωριά της Χίου για να συγκεντρώσει στοιχεία για την Ιστορία της Νεοελληνικής Χίου (1912-1940), στο πλαίσιο του Κέντρου Χιακών Μελετών που έχει ιδρύσει στο νησί του εδώ και 13 χρόνια. Το όνομα Πέτικας το είχε συναντήσει στις αποδελτιώσεις του τοπικού Τύπου. Σ' ένα χωριό, κι ενώ συνομιλούσε μ' έναν παππού, ακούστηκε ένας πυροβολισμός. «Ρε Πέτικα, με σπαζοχόλιασες», λέει ο παππούς σ' έναν πιτσιρίκο, που έπαιζε μ' ένα ψεύτικο όπλο. Τότε ο Γιάννης Μακριδάκης συνειδητοποίησε ότι το όνομα Πέτικας είχε γίνει ήδη παρατσούκλι. Κι άρχισε να ψάχνει καλύτερα την ιστορία αυτού του ανθρώπου. Κάπως έτσι βγήκε το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο, «Ανάμισης ντενεκές», κι έκανε αμέσως αίσθηση, και όχι μόνο στη Χίο. Μετά όλα ήρθαν μόνα τους. Οι κριτικές, οι εκδηλώσεις, το δεύτερο βιβλίο του «Η δεξιά τσέπη του ράσου» (και τα δύο από τις εκδόσεις Εστία). Και έτσι απλά και ξαφνικά, δύο βιβλία από την περιφέρεια, που αντλούν τα θέματά τους από τα όρια του τόπου τους, άρχισαν να αφορούν και την κεντρική σκηνή της λογοτεχνίας. Το 2009, η γραφή του και τα βιβλία του συζητήθηκαν ευρύτερα. Γράφτηκαν κριτικές, ήταν υποψήφια για λογοτεχνικά βραβεία, παρουσιάστηκαν σε εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα. Το 2009 ήταν σίγουρα η χρονιά του.
Μαθηματικός
Ο Γιάννης Μακριδάκης δεν είχε ποτέ σκοπό ν' ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Σπούδασε μαθηματικά, αλλά ουδέποτε ασχολήθηκε με αριθμούς και λογάριθμους. Η ιστορία και η ανθρωπολογία τον γοήτευαν πάντα. Και ο τόπος του, η Χίος. Πριν από 13 χρόνια, το 1997, έφτιαξε στο νησί του ένα Κέντρο Μελετών, του έδωσε το όνομα Πελινναίο (το μεγαλύτερο βουνό της Χίου) και μαζί με άλλους νέους επιστήμονες καταγράφουν και μελετούν τα στοιχεία της σύγχρονης ιστορίας της Χίου. «Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα και φτωχά. Σιγά σιγά, με την αποδοχή του κόσμου και με τη βοήθεια Χίων της διασποράς που μας επιχορηγούν και μας στηρίζουν, μπορέσαμε να προχωρήσουμε. Κάνουμε το μεράκι μας, ζούμε όλοι εδώ στη Χίο, και αυτό το κάνουμε από την ψυχή μας». Ομως έγραφε πάντα, για τις ανάγκες των μελετών, των δημοσιεύσεων και του περιοδικού του Κέντρου. «Οταν λοιπόν καταπιάστηκε με την έρευνα του Πέτικα, είπα: Ρε Γιάννη, αφού μπορείς να γράψεις, γράψε και κάτι άλλο». Κι έτσι μπήκε στο χώρο της λογοτεχνίας με το ίδιο πάθος που καταπιάνεται με οτιδήποτε τον γοητεύει.
Μεγεθυντικός φακός
Τα θέματα των βιβλίων του, όπως και όλη του η ενέργεια και οι δραστηριότητες, σχετίζονται με τη Χίο. «Βάζω τον εαυτό μου να σκεφτεί αν θα έκανα τα ίδια πράγματα αν ζούσα κάπου αλλού. Απαντάω όχι. Αυτά όλα μού τα ενέπνευσε η Χίος. Αν είχα αναγκαστεί ή επιλέξει να ζήσω κάπου αλλού, θα ήμουν μαθηματικός. Εδώ, με το που ανοίγω τα μάτια μου κάθε πρωί, είναι από μόνο του μπροστά μου το ερέθισμα. Η φύση, οι απλοί άνθρωποι – αυτοί είναι οι λογοτέχνες, η λογοτεχνία μιλιέται. Μας περιτριγυρίζουν άπειροι λογοτέχνες που δεν έχουν γράψει ποτέ τίποτα και άπειροι συγγραφείς που δεν ξέρουν ν' ακούνε», λέει με μια αμεσότητα που εκπλήσσει.
Παρ' όλα αυτά δεν έχει ψευδαισθήσεις. «Η επαρχία είναι δύσκολη, είναι ένας μεγεθυντικός φακός. Ο, τι στην Αθήνα σε τσαντίζει, εδώ το βλέπεις μπροστά σου κάθε μέρα. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί: τι κάνω εδώ; Βγαίνω από το σπίτι μου και συγχύζομαι. Αλλά μετά έρχονται οι πρώτες λιακάδες του Μάρτη, βγαίνουν οι τουλίπες, αρχίζουν τα μπάνια. Δεν μπορώ να διανοηθώ τη ζωή μου με δεκαήμερες διακοπές στη θάλασσα. Μόνο δεκαήμερες διακοπές χωρίς θάλασσα μπορώ να σκεφτώ».
Η Σίσσυ και ο αρχιεπίσκοπος
Κι αν ο «Ανάμισης ντενεκές» γράφτηκε για έναν φονιά που έγινε θρύλος, «Η δεξιά τσέπη του ράσου» γράφτηκε μόνο και μόνο για την τοποθεσία όπου βρίσκεται το μοναστήρι όπου ζει ο μοναχός Βικέντιος. «Το έχω ζήσει στο πετσί μου αυτό το μέρος. Κάποια στιγμή αποφάσισα να γράψω κάτι γι' αυτό το τοπίο κι άρχισα να πλάθω μια ιστορία μέσα στο κεφάλι μου για να υπάρχει η ραχοκοκαλιά των εικόνων. Εκείνες τις μέρες ακριβώς πέθανε ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και μου ήρθε η ιδέα της αντιπαράθεσης με τη σκυλίτσα, τη Σίσσυ. Ηταν μια ιδέα στιγμιαία. Μόλις άκουσα την είδηση μου ήρθε στο μυαλό η πρώτη φράση του βιβλίου». Και πώς αισθάνεται που τώρα πια είναι αναγνωρίσιμος, διαβάζει κριτικές για τα βιβλία του, δίνει συνεντεύξεις... «Δεν είχα ασχοληθεί ποτέ με το χώρο, δεν διάβαζα κριτικές, δεν ήξερα τίποτα. Είναι σαν να μου λες βάλε υποψηφιότητα για βουλευτής. Στο πρώτο μου βιβλίο έστειλα τέσσερα αντίτυπα σε τέσσερις διαφορετικούς εκδότες στην Αθήνα. Μου τηλεφώνησε η Εύα Καραϊτίδου και μου είπε ότι είναι ένα πολύ καλό βιβλίο και θα το εκδώσει. Τότε γνώρισα και την κυρία Μάνια (Καραϊτίδου), και νιώθω μεγάλη τιμή. Εκείνη είναι ο άνθρωπος που άλλαξε τη ζωή μου», λέει, χωρίς ίχνος ψεύτικης ευγένειας.
Εμπνευση
Αυτά τα τρία τελευταία χρόνια έχει γοητευτεί απολύτως από τη λογοτεχνία και ασχολείται μόνο μ' αυτό. Τόσο που όταν δεν έχει έμπνευση, παθαίνει κατάθλιψη, όπως λέει. «Γι' αυτό αφιερώνω τα βιβλία στην κοπέλα μου. Γιατί με αντέχει όταν δεν έχω έμπνευση» Και συμπληρώνει πως, όταν γράφει, πάντα νιώθει ότι γράφει κάτι πολύ ωραίο. «Μετά αρχίζω να το αμφισβητώ. Μέχρι να πάρω από τους αναγνώστες τα πρώτα μηνύματα». Τα μηνύματα πάντως από τους αναγνώστες για τα δύο πρώτα βιβλία του ήταν ενθαρρυντικά: «Η δεξιά τσέπη του ράσου» είναι στην 7η χιλιάδα και ο «Ανάμισης ντενεκές» στην 6η χιλιάδα. Και ήδη έχει τελειώσει το επόμενο βιβλίο του που θα βγει μέσα στο 2010, ενώ από τις εκδόσεις Εστία θα κυκλοφορήσει και ένα βιβλίο με μαρτυρίες προσφύγων που έφυγαν προς τη Μέση Ανατολή στη διάρκεια του πολέμου, και με τίτλο «Συρματένιος». «Ηταν το πρώτο βιβλίο που έγραψα και είναι πολύ αγαπημένο μου», προσθέτει. Τον ρωτάω αν έχει αλλάξει η καθημερινότητά του από τότε που έγινε γνωστός και έξω από τη Χίο. «Οχι, απλώς έχω μετατοπίσει το κέντρο βάρους μου από μια τοπική γραφή σε μια πιο οικουμενική και έχω αρχίσει να ταξιδεύω και περισσότερο, γιατί έχω προσκλήσεις από βιβλιοπωλεία και σχολεία και μου αρέσει η επικοινωνία με τους αναγνώστες. Εκεί που δεν έφευγα καθόλου και ήμουνα παθιασμένος με τον τόπο και μονομανής, τώρα γνωρίζω κι άλλους ανθρώπους κι αυτό είναι σημαντικό». Χαίρεται πολύ, πάντως, που πολλοί επισκέπτονται τη Χίο επειδή έχουν διαβάσει πλέον τα βιβλία του. Και πιστεύει ότι δεν έχουν πάρει τα μυαλά του αέρα με την ξαφνική επιτυχία και ανατροπή της καθημερινότητάς του: «Το μόνο που νιώθω από τη δημοσιότητα, επειδή έχει γίνει αναγνωρίσιμο το όνομά μου, είναι ότι μπορώ πιο εύκολα να παρεμβαίνω και να λέω την άποψή μου, ενώ παλιά μπορεί να μην ακουγόταν. Κι αυτό με ικανοποιεί. Δεν μ' ενδιαφέρει κάτι άλλο και αν με ενδιέφερε θα ήμουν στην Αθήνα να το κυνηγάω. Αλλωστε, δεν έχω απομυθοποιήσει την έννοια του συγγραφέα. Νομίζω ότι ο συγγραφέας είναι ένας τίτλος τιμής που αποδίδεται στο τέλος του έργου σου»."
Όλγα Σελλά, "Η Καθημερινή"/ "Τέχνες και Γράμματα", 3.1.2010
" Τα ζώα παραμένουν ανάμεσα στα αγαπημένα θέματα της ελληνικής διηγηματογραφίας. Στις προτιμήσεις, μάλιστα, των τελευταίων χρόνων, έρχονται αμέσως μετά τους οικονομικούς μετανάστες. Καθόλου παράξενο, αφού τα περισσότερα διηγήματα γράφονται κατόπιν παραγγελίας και οι παραγγελιοδότες κινούνται σύμφωνα με τις επικρατούσες οικολογικές και κοινωνικές ευαισθησίες. Το 2009 έχει προκηρυχθεί και σχετικός διαγωνισμός με θέμα τα ζώα, που θα οδηγήσει σε μια ακόμη «ζωολογική» συλλογή διηγημάτων. Το είδος του ζώου δεν προσδιορίζεται. Στα διηγήματα, πάντως, που γράφονται εξ ιδίας βουλήσεως, κυριαρχούν τα κατοικίδια, δηλαδή το δίδυμο του σκύλου και της γάτας. Ενα, ακόμη, επακόλουθο της αυξημένης ζωοφιλίας που επιδεικνύουν οι κάτοικοι των πόλεων. Γι' αυτό, άλλωστε, και το θέμα τους δεν είναι η αφοσίωση των ζωντανών στο αφεντικό τους, όπως στην παλαιά «Ιστορία ενός σκύλου» του Ροΐδη, αλλά η εξανθρωπισμένη παρουσία τους ως δεκανίκι μοναχικής διαβίωσης. Αντίστοιχα, αλλάζει και η διάθεση του αφηγητή, η οποία εμφανίζεται συχνότερα βαρύθυμη παρά ιλαρή. Αυτά τα μάλλον λιμνάζοντα νερά της φιλοζωικής λογοτεχνίας έρχεται να ταράξει η έμπλεη τρυφερότητας νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη. Εκτός των άλλων, προβάλλει και σαν ένας ετεροχρονισμένος αντίλογος στην κτηνωδία των ανθρώπων, που αποτύπωσε πριν από σχεδόν 120 χρόνια ο Μητσάκης στα «Θεάματα του Ψυρρή».
Είναι το δεύτερο βιβλίο του Μακριδάκη, δέκα μόλις μήνες μετά το πρώτο, «Ανάμισης ντενεκές». Μυθιστόρημα έχει χαρακτηριστεί το προηγούμενο, νουβέλα το πρόσφατο, ακολουθώντας μάλλον την εύκολη ταξινόμηση σύμφωνα με την έκταση του κειμένου. Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για ένα μικρό αλλά άρτιο μυθιστόρημα, που τοποθετείται κι αυτό στη γενέτειρα και τόπο κατοικίας του συγγραφέα, τη Χίο. Πιο συγκεκριμένα, το θέμα του καινούργιου του βιβλίου τοποθετείται στο μοναστήρι της Παναγιάς του Ακρωτηρίου, στα βόρεια ενός νησιού, το οποίο δεν κατονομάζεται. Ωστόσο, παρά την κρυπτική αναφορά στο μοναστήρι, η ειδυλλιακή περιοχή γύρω από αυτό, όταν, μάλιστα, την περιγράφει ένας Χιώτης, παραπέμπει στη Μονή της Παναγίας του Μυρσινιδίου, λίγο βορειότερα από την κωμόπολη του Βροντάδου. Το μοναστήρι είναι χτισμένο στην άκρη του βράχου και βλέπει προς τις απέναντι μικρασιατικές ακτές, ακριβώς όπως γλαφυρά και εν εκτάσει περιγράφεται στο βιβλίο. Υστερα, όντας ο συγγραφέας και ιστορικός του νησιού, δεν μπορεί να απαλλαγεί ολωσδιόλου από τα πραγματολογικά στοιχεία. Λ.χ., στον τελευταίο ηγούμενο του μοναστηριού δίνει το όνομα Χριστόφορος, κάτι σαν φόρο τιμής στον άνθρωπο που ίδρυσε τη Μονή πριν από έναν και πλέον αιώνα, τον αρχιμανδρίτη Χριστόροφο Σερεμέζη. Ενώ, σ' ένα άλλο σημείο, προσδιορίζει πως το 1985 υπήρχαν εκεί εννέα μοναχοί, ακριβώς όσους καταγράφει και ο μοναστηριακός οδηγός του Ευβοέα Σπύρου Κοκκίνη, που είχε εκδοθεί λίγα χρόνια νωρίτερα. Από αυτήν την άποψη, πιστεύουμε πως το μυθιστόρημα αποτελεί μια εξαίρετη διαφήμιση της Χίου, ενόψει και των καλοκαιρινών διακοπών. Εξάλλου, το δωδέκατο και τελευταίο κεφάλαιο το γράφει, σε πρώτο πρόσωπο, ένας νεαρός τουρίστας, που, την πρώτη μέρα των διακοπών του, μετά το μπάνιο του στην παρακείμενη παραλία, ανηφορίζει προς το μοναστηριακό συγκρότημα.
Κατά τ' άλλα, ο Μακριδάκης, αυτή τη φορά, δεν στηρίζεται σε ιστορικά αρχεία και ντοκουμέντα εποχής όπως στο προηγούμενο, όπου αποπειράται να ανασυστήσει ένα φονικό, πατώντας στα χνάρια του τελευταίου μυθιστορήματος της Ρέας Γαλανάκη. Εδώ, εμπιστεύεται τη φαντασία του, που αποδεικνύεται ιδιαίτερα γόνιμη. Κατ' αρχήν, ξεκινάει με έναν παραπλανητικό τίτλο, δημιουργώντας την πρώτη ανατροπή. Ο αναγνώστης, παρασυρμένος από την τσέπη ενός ράσου, και δη τη δεξιά, περιμένει να διαβάσει για οικονομικές και άλλες ατασθαλίες πονηρών ρασοφόρων, ενώ στο πρόσωπο του μοναχού Βικέντιου, του τελευταίου καλόγερου που απέμεινε στο Μυρσινίδι, τού αποκαλύπτεται ο αγαθότερος των ανθρώπων. Ως επιλογή, το όνομα Βικέντιος παραξενεύει, καθώς δείχνει φορτισμένο λογιοσύνη, θυμίζοντας μεταξύ πλείστων άλλων τον κεφαλονίτη μοναχό Βικέντιο Δαμοδό. Ωστόσο, ο ήρωας του Μακριδάκη μόλις που τέλειωσε το σχολείο, αφού, στα δεκαεπτά του, αποφάσισε, από ενδιάθετη ροπή, να ασπαστεί τον μοναχισμό. Γενικώς, λέγεται πως η καλογερική είναι βαριά. Γι' αυτόν, όμως, αποδείχτηκε ακόμη βαρύτερη, καθώς του έτυχε αυστηρός ηγούμενος. Παρ' όλα αυτά, είκοσι τρία χρόνια παρθενίας και βασανισμών δεν τον έκαμψαν. Ολα τα υπέμεινε αγόγγυστα, εκτός από τη μοναξιά των τελευταίων ετών, αφότου πέθανε και το τελευταίο μέλος της αδελφότητας.
Πάντως, το μόνο που έχει στη δεξιά τσέπη του ράσου του είναι εξήντα φουντούκια. Να τρώει ένα κάθε πρωί, για να μετράει τον χρόνο. Οχι της σαρακοστής, όπως οι άλλοι μοναχοί, αλλά της κυοφορίας της σκυλίτσας του. Με τη σκυλίτσα και το ραδιόφωνο διασκεδάζει τη μοναξιά του και με αυτά τα δύο έστησε ο συγγραφέας τη νουβέλα του. Το εύρημα του Μακριδάκη είναι η σύμπτωση του θανάτου του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστόδουλου, ξημερώματα 28ης Ιανουαρίου 2008, όπως ανακοίνωσε το ραδιόφωνο, και της σκυλίτσας πάνω στη γέννα. Σε έντεκα ημέρες απλώνεται η μυθοπλασία, όσες μεσολάβησαν από τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου μέχρι την ανακοίνωση του διαδόχου του. Ουσιαστικά, όμως, η αφήγηση περιορίζεται στις επτά πρώτες ημέρες, συμπλέκοντας όσα συμβαίνουν στο χιώτικο μοναστήρι με τα τεκταινόμενα στην Εκκλησία της Ελλάδος: Τρεις οι επικρατέστεροι διάδοχοι του Αρχιεπισκόπου, τρία τα ορφανά κουτάβια που χαροπαλεύουν. Την ημέρα που η αρχιεπισκοπική σορός εκτίθεται για προσκύνημα, πεθαίνει το θηλυκό κουτάβι. Την ημέρα της κηδείας του Αρχιεπισκόπου, πεθαίνει το ένα από τα δύο αρσενικά. Την ημέρα της εκλογής του Ιερώνυμου, το τρίτο κουτάβι ανοίγει τα μάτια του και βαφτίζεται προς τιμήν του Ρώνυ.
Το πανελλήνιο πένθος συνυπάρχει με την προσωπική αγωνία του μοναχού. Εδώ, όμως, δεν χωράει καμία συσχέτιση με τον εγωκεντρικό ατομικισμό των ανθρώπων του οποιουδήποτε άστεως, που αδιαφορούν για τα συλλογικά δεινά. Ο μοναχός του Μακριδάκη, όπως και κάθε άλλος μοναχός, είναι διά βίου αφιερωμένος στον Χριστό. Αυτός, επιπλέον, πιστεύει πως τα ζωντανά έχουν ψυχή και πως πεθαίνοντας πηγαίνουν στον ουρανό. Γι' αυτό και κάνει τελετουργικά την ταφή της σκυλίτσας, παραβαίνοντας τους κανόνες της Εκκλησίας. Δεν αφήνει, μάλιστα, τον νησιώτη να την πετάξει στη θάλασσα, ούτε την εγκαταλείπει ως θνησιμαίο στο έλεος της φύσης, όπως εκείνοι οι αγροίκοι «Το ψοφίμι» του Παπαδιαμάντη. Αλλωστε, χάρη στη σκυλίτσα είδε κι αυτός ο στερημένος, από κοντά, τα θαύματα της αναπαραγωγής και της γέννας.
Στη σκυλίτσα έχει δώσει το θηλυκότατο υποκοριστικό Σίσσυ, ενώ οι σκέψεις του γι' αυτήν και τα κουτάβια της πλημμυρίζουν από χαϊδευτικά υποκοριστικά. Τριτοπρόσωπη η αφήγηση, με χωνεμένες τις στιχομυθίες, επικεντρώνεται στον μοναχό. Μέσα από τη δική του προοπτική, η συνεχής προσωποποίηση της φύσης δημιουργεί την εντύπωση πως ο καλόγερος σαν να ευλογεί τον κόσμο και τα πλάσματα του Θεού να πληθαίνουν. Ο Μακριδάκης χρησιμοποιεί ελάχιστα τη χιώτικη ντοπιολαλιά. Συναντάμε μόνο μερικές σκόρπιες λέξεις και τα πολλά σύνθετα ουσιαστικά. Προτιμά μια χυμώδη δημοτική, που αποτυπώνει τη γλυκύτητα των συναισθημάτων. Λες και δεν πρόκειται για σκυλίτσα αλλά για αγαπημένη σύντροφο, που πεθαίνει πάνω στη γέννα κι εκείνος αγωνιά για την επιβίωση του βρέφους. Ταυτόχρονα, όμως, η αφήγηση διατηρεί παιγνιώδη διάθεση. Ενώ φαίνεται να κυριολεκτεί περιγράφοντας τα φανερά, με μια δευτερεύουσα ή λανθάνουσα σημασία των λέξεων παραπέμπει σε όσα κρυφά συμβαίνουν πίσω από τις πόρτες ή στο πονηρό μυαλό των ανθρώπων.
Ο συγγραφέας διανθίζει τους ελεγειακούς τόνους με ειρωνικούς απόηχους, κυρίως όταν περιγράφει τη στάση των πιστών που επισκέπτονται το μοναστήρι, για να προσκυνήσουν την Παναγία, για να εξορκίσουν αρρώστια, για αγιασμό του καινούριου αυτοκινήτου ή και για να ανάψουν ένα κερί προς ανάπαυση του θανόντος Αρχιεπισκόπου. Με δεξιοτεχνία κατορθώνει να δείξει την αμφιταλάντευση ανάμεσα στη θρησκευτική πίστη και την εκκοσμίκευσή της, καθώς το παραδοσιακό προσπαθεί να συνυπάρξει με τους κρατούντες σήμερα τρόπους διαβίωσης. Εκείνο, πάντως, που τον διαφοροποιεί από άλλους συγγραφείς, είναι πως, ούτε στιγμή, δεν ενδίδει στη σάτιρα. Στο λεπτό και παρα-παρεξηγημένο θέμα του μοναχισμού φαίνεται να κρατάει ασφαλείς αποστάσεις διακριτικότητας. "
Μάρη Θεοδοσοπούλου, "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη", τχ. 558, 26.6.2009
Έλληνες Συγγραφείς
Διακοπές στην πραγματικότητα. Ποιήματα – σχεδιάσματα – μεταγραφές
Τιμή: 11,66 9,33
Αγορά