ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
ΝΕΕΣ ΑΦΙΞΕΙΣ
- 8 Αυγούστου
Λατινικά ( Τεύχος Α ) Β Λυκείου - 15 Ιουλίου
Διόφαντος ΟΕΔΒ Σετ Α' Λυκείου (NTYMENΑ) - 15 Ιουλίου
Θρησκευτικά Β' Λυκείου ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ
ΝΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
-
16/05Τιμή: 22,20 19,98-10%
-
23/11Τιμή: 14,90 13,41-10%
-
20/09Τιμή: 11,10 9,99-10%
ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ
-
03/11Τιμή: 60,00
-
03/11Τιμή: 50,00
-
03/11Τιμή: 60,00
-
01/07Τιμή: 10,00
BEST SELLERS 2024
-
Επιβάτης 23Τιμή: 17,70 15,93-10%
-
Αναζητώντας την ελπίδαΤιμή: 17,70 15,93-10%
-
Το μωρό της σοφίταςΤιμή: 18,80 16,92-10%
All time Bests...»
Κρέας από σταφύλι
Λιανική τιμή: €12,22
Τιμή Bestseller: €10,99
Συγγραφέας: Σκαλίδη Σταυρούλα
Εκδότης: Πόλις
Κατηγορία: Έλληνες Συγγραφείς
ISBN: 9789604352586
Ημερομηνία έκδοσης: 01/03/2010
ΑγοράΠεριγραφή
Μια μάνα δυνάστρια. Ο γιος της, βαθιά πληγωμένος από κείνη. Εξαφανίζεται. Δυο κορίτσια με το κενό του πατέρα που έφυγε μακριά. Ένας νέος δον Ζουάν, ο οποίος ερωτεύεται το κορίτσι που δεν του ζητάει τίποτα. Και μια μικρούλα, παρατημένη στους δρόμους, μ' ένα παράφωνο ακορντεόν, γίνεται ο καταλύτης της σύνδεσής τους.
Κρέας από σταφύλι. Μια ιστορία σε μαύρο φόντο, η οποία αφηγείται με πικρία, θυμό και σαρκασμό τα καθημερινά εγκλήματα που διαπράττουμε με πρόσχημα την αγάπη. Μια ιστορία ωμοφαγίας και ομοφαγίας για το πόσο πεινάμε, πώς χορταίνουμε, και πώς η λήθη τρώει το μυαλό για να συνεχιστεί η ζωή. Στο τέλος, ποιος θα φαγωθεί;
Σελ. 133
Κριτικές:
" Πλησιάζοντας στα 100 χρόνια από τον θάνατο του Παπαδιαμάντη, όλο και μεγαλώνει ο αριθμός των νεότερων συγγραφέων που προστρέχουν στον κόσμο του. Πλην μεμονωμένων περιπτώσεων, δεν πρόκειται για βαθύτερη επιρροή, ούτε για ενδελεχή ανάγνωση του Σκιαθίτη. Οι περισσότεροι ιδέες τσιμπολογούν. Μερικοί, μάλιστα, αρκούνται στη μνημόνευση, κατά την αφήγηση, του ονόματός του. Σε μια εποχή εντυπώσεων, όπως η σημερινή, η επίκληση του ονόματος ενός συγγραφέως αδιαφιλονίκητου κύρους αποτελεί περισσότερο στοιχείο προβολής παρά ουσιαστικής «συνομιλίας». Οπως και να έχει, σταθερά πρώτο στις προτιμήσεις τους παραμένει το «κοινωνικόν μυθιστόρημα» του Παπαδιαμάντη «Η Φόνισσα». Καθόλου παράδοξο, δεδομένης της έλξης που ασκούν ανέκαθεν, στο πλαίσιο ενός μυθιστορήματος, οι παραβατικές πράξεις και σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε. Πόσω μάλλον, όταν συνδέονται, όπως στο εν λόγω πεζό, με το μητρικό, λεγόμενο, φίλτρο. Γι' αυτό και η παπαδιαμάντεια «Φόνισσα», μαζί με «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Βιζυηνού, παραμένουν τα δημοφιλέστερα της παλαιότερης πεζογραφίας. Οι τίτλοι και των δύο θα ταίριαζαν στο καινούριο σύντομο μυθιστόρημα της Σταυρούλας Σκαλίδη, ανάλογα σε ποιον από τους δύο κεντρικούς ήρωές της, τη μητέρα ή τον γιο, θα δινόταν το μεγαλύτερο βάρος κατά την τιτλοφόρηση. Σίγουρα, πάντως, θα αντανακλούσαν το περιεχόμενό του ευκρινέστερα από τον σιβυλλικό τίτλο που επιλέχθηκε.
Με μότο το αρχαιοελληνικό απόφθεγμα «Δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό για τους ανθρώπους από την τύχη που τους επιβάλλει η ανάγκη», εισάγει η συγγραφέας την ιστορία της δικής της Φόνισσας. Οχι της Σκιάθου, αλλά ενός χωριού σε κάμπο, μπορεί και της Αργολίδας, που είναι ο γενέθλιος τόπος της. Μόνο που για τις ανάγκες των φονικών το τοποθετεί δίπλα σε ποτάμι και κοντά σε θάλασσα ανοιχτή στο πέλαγος και στην παλίρροια.
Η Φόνισσα της Σκαλίδη παρουσιάζει εξωτερικές ομοιότητες με τη Φραγκογιαννού, ανεξάρτητα αν, κατά βάθος, είναι μια τελείως διαφορετική περίπτωση, που συνάδει με τις σημερινές προσλαμβάνουσες. Η Μαγδάλω του Ζερβοθανάση είναι, όπως η Φραγκογιαννού, μια δυναμική και ετοιμόλογη γυναίκα, που είχε, στα μικράτα της, ταλαιπωρηθεί, ανασταίνοντας έντεκα μικρότερα αδέλφια. Τελικά, καλοπροικισμένη, βρήκε, στα τριάντα της, έναν σύζυγο του χεριού της. Ηταν νιόπαντρη και έγκυος, όταν έφεραν σκοτωμένο τον μικρότερο αδελφό της. Τότε, εμφάνισε τις πρώτες διαταραχές συμπεριφοράς. Η συγγραφέας επιλέγει τις πλέον εκκεντρικές, όπως η αφόδευση ακόμη και σε μαγειρικά σκεύη και η γύμνωση δημοσίως. Απελπις ο σύζυγος, την έφερε στην Αθήνα. Εδώ, την ανέλαβαν κερδοσκόποι ψυχίατροι, οι οποίοι, με φαρμακευτικές αγωγές και ηλεκτροσόκ, την κατάντησαν φυτό. Μέχρι ψυχανάλυση, λέει, σύστησαν, εν έτει 1947, όταν στην Αθήνα δεν υπήρχε ούτε ένας που να κάνει ψυχανάλυση. Ομως, στα βιβλία της Σκαλίδη συχνά παραλλάσσουν τα πραγματολογικά δεδομένα, προκειμένου η αφήγηση να προκαλεί έντονη αίσθηση.
Τελικά, η Μαγδάλω αποτρελάθηκε στην Αθήνα και ο σύζυγος την έφερε πίσω στο χωριό, όπου, κατά θαυματουργό τρόπο, αποθεραπεύτηκε. Οχι με τα ψυχο- τρόπα φάρμακα της δεκαετίας του '50, αλλά με τα μαγικά «σκονάκια» που της ταχυδρομούσε ένας γιατρός από την Πάτρα. Μέχρι πρόσφατα υπήρχε στα μέρη της συγγραφέως ένας γιατρός που εφάρμοζε παρόμοια θεραπευτική, με «σκονάκια» αγνώστου συστάσεως, και έλεγαν ότι έκανε θαύματα. Χάρη στα «σκονάκια», η Μαγδάλω ζούσε σχεδόν φυσιολογικά, μέχρις ότου μεγάλωσε τη δόση. Τότε, άρχισε το κακό. Δεν έφτασε, βεβαίως, τις επιδόσεις της Φραγκογιαννού, που έστειλε στον Αλλο Κόσμο δύο θήλεα βρέφη και τρία μικρά κοράσια. Μόλις δύο προσπάθησε να ξεκάνει και μόνο στη μία περίπτωση πέτυχε. Πάντως, και η Μαγδάλω τα θηλυκά είχε άχτι, παρόλο που μισό αιώνα αργότερα η προίκα δεν ήταν πια τόσο μεγάλος βραχνάς όσο στα σκιαθίτικα χρόνια της Φραγκογιαννούς. Τη Σκαλίδη, όμως, δεν την απασχολεί η ψυχολογία της Φόνισσας, στην οποία εστιάζει ο Παπαδιαμάντης. Η ηρωίδα της βρίσκει τον ίδιο με τη Φραγκογιαννού θάνατο. Στην ίδια ηλικία πέφτει και τσακίζεται, καθώς τρέχει στον κάμπο. Αυτήν, ωστόσο, δεν την κυνηγάει ούτε η ανθρώπινη ούτε η θεία δικαιοσύνη, αφού έχει, προ πολλού, βυθιστεί στα σκότη της άνοιας. Αλλού τοποθετεί η συγγραφέας το κέντρο βάρους του μυθιστορήματος, όπως δείχνει ο σπαρακτικός μονόλογός της Μαγδάλως, λίγο πριν πεθάνει. Παρόλο που, στην περίπτωση ενός πάσχοντος από Αλτσχάιμερ, ένας παρόμοιος λόγος δείχνει παράταιρος, φέρνει στο προσκήνιο τον γιο, από τον οποίο η μάνα ζητά συγχώρεση. Γιατί μπορεί η Φραγκογιαννού να έκανε ό,τι έκανε χωρίς μάρτυρες, η Μαγδάλω, όμως, είχε αυτόπτη μάρτυρα στα ανοσιουργήματά της τον πενταετή τότε γιο της. Χάρη σε αυτόν στήνει η Σκαλίδη το δικό της «κοινωνικόν μυθιστόρημα».
Το παιδί δεν αποκαλύπτει «το αμάρτημα της μητρός του». Μεγαλώνει κάτω από τη σκέπη της φόνισσας μητέρας, παντρεύεται ένα παρ' ολίγον θύμα της, κάνει δύο κόρες, και μόνο στα τριάντα του, σε μια έκρηξη θυμού, για να μη γίνει μητροκτόνος, εγκαταλείπει χωρίς προειδοποίηση και για πάντα την οικογενειακή εστία, όπως μερικοί διάσημοι ήρωες της ξένης λογοτεχνίας (Ο μακαρίτης Ματία Πασκάλ, Γεράκι της Μάλτας). Μόνο που η δική του φυγή δείχνει τελείως παράλογη, καθώς αφήνει δύο κοράσια, το ένα, μάλιστα, νήπιο, στο έλεος της Φόνισσας. Πιθανώς να πρόκειται για μυθοπλαστική αδεξιότητα. Με αυτό, ωστόσο, το εύρημα, κάτι περισσότερο από το μισό μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στη σημερινή Αθήνα και το βασικότερο, εμφανίζει τον παρία του άστεως ως έκφανση του Αλλου, διαφορετική από εκείνη της Φόνισσας.
Ως ενεργός αφηγητής η συγγραφέας, περιγράφει με δραματικούς τόνους τη δύσκολη επιβίωση ενός άπορου και άστεγου εξηντάρη. Γι' αυτό παίρνει έμπνευση απ' όσα συμβαίνουν στον Δήμο Αθηναίων, όπως, λ.χ., το κακής ποιότητας συσσίτιο. Τώρα, κατά πόσο οι σιτιζόμενοι έχουν την πολυτέλεια να αναλογίζονται την ποιότητα του φαγητού που παρέχεται, ο Θεός και η ψυχή τους, ή μάλλον, ο Θεός και η φαντασία της συγγραφέως. Πάντως, ασκεί δριμεία κριτική στο κοινωνικό φάσμα των βολεμένων, τους οποίους περιγράφει σαν καρικατούρες, ενώ εξιδανικεύει τους λιγοστούς κοινωνικά ευαισθητοποιημένους στο πρόσωπο της μικρότερης εγγονής της Μαγδάλως, που έγινε γιατρός. Πρωτίστως, όμως, αγιοποιεί τους περιθωριακούς της πόλης, συγγράφοντας τους νέους «Αθλίους». Οπως σε εκείνους του Βίκτωρος Ουγκώ ο Γιάννης Αγιάννης παίρνει υπό την προστασία του τη μικρή Τιτίκα, εξαγοράζοντάς την από τον διεφθαρμένο Θερναδιέρο, ο ήρωάς της, αντίστοιχα, αναλαμβάνει μια μικρή, θύμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης από τη μητέρα της. Στο τέλος, μάλιστα, καταφεύγοντας, μυθιστορηματική αδεία, σε λίγο απίθανες συμπτώσεις, εξασφαλίζει το χάπι εντ, τουλάχιστον για την τρίτη γενιά των ηρώων, δηλαδή τις εγγονές της Φόνισσας και τη μικρή του πεζοδρομίου.
Το επίτευγμα της Σκαλίδη, και στα δύο μέχρι σήμερα μίνι μυθιστορήματά της, είναι ο επίκαιρος χαρακτήρας τους, που επιτυγχάνεται τόσο με την κοινωνική θεματική τους όσο και με τον τρόπο που είναι γραμμένα. Στο πρόσφατο, για τη δημιουργία σασπένς, ο άξονας του χρόνου θραύεται και τα 13 κεφάλαια του μυθιστορήματος ανακατώνονται, έτσι ώστε τα πάθη της Μαγδάλως στις αρχές της δεκαετίας του '50 και ο θάνατός της στα τέλη της δεκαετίας του '70 να εναλλάσσονται με τις περιπέτειες του γιου της και των εγγονών της στην Αθήνα, στις αρχές του 21ου. Ενώ, η σκηνή του φόνου κρατιέται ως προτελευταία κορύφωση. Καθοριστικά συμβάλλει το ύφος που δημιουργούν οι συντακτικές καινοτομίες και η πρωτότυπη στίξη. Προς έμφαση, η τελευταία λέξη μιας φράσης συχνά αποκόπτεται και αυτονομείται. Η αφήγηση παραγραμματίζει και ριμάρει, δημιουργώντας, όπως το σημερινό νεολαιίστικο ιδιόλεκτο, συνθηματικές φράσεις και έναν μικροπερίοδο λόγο, σε μεγάλη έκταση προφορικό. Ηδη, όμως, σημειώσαμε ότι περιγραφή και αφήγηση στοχεύουν στις έντονες εντυπώσεις. Για να τελειώσουμε παπαδιαμαντολογώντας, η Σκαλίδη, προσώρας, βρίσκεται «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ» λογοτεχνίας και αναγνωσματογραφίας. "
Μάρη Θεοδοσοπούλου, "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη", τχ. 606, 3.6.2010
"Πριν από δύο χρόνια η Σταυρούλα Σκαλίδη, τριαντάχρονη τότε, έκανε το ντεμπούτο της στην πεζογραφία με το αφήγημα Προδοσία και εγκατάλειψη, που τιμήθηκε αργότερα με το βραβείο του περιοδικού Διαβάζω για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα. Για το βιβλίο εκείνο είχαμε γράψει ότι, παρά τις χτυπητές αδυναμίες του, ήταν ενδιαφέρον, γιατί απέπνεε μια ηθική αγωνία και τοποθετούσε το ζήτημα του Καλού και του Κακού στις συνθήκες ζωής σε μια άξενη, χαώδη σύγχρονη μεγαλούπολη όπως η Αθήνα.
Με τη δεύτερη κιόλας εμφάνισή της η Σκαλίδη μάς δίνει το δικαίωμα να μιλήσουμε για εμμονές της, αν όχι για ροπή προς τη μανιέρα: το μοτίβο του πατέρα που εγκαταλείπει την οικογένειά του, τα σημαδιακά ονόματα, που είτε συμβολίζουν χαρακτήρες και συμπεριφορές είτε αντίθετα λοιδορούν τους φορείς τους, η έφεση στο μελό.
Δεν είναι σώνει και καλά αρνητικά αυτά τα στοιχεία. Απλώς μας ξαφνιάζει κάπως η επανάληψή τους μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και από μια συγγραφέα που, στο ξεκίνημά της καθώς βρίσκεται, θα περίμενε κανείς ότι θα δοκίμαζε περισσότερα εκφραστικά εργαλεία, ότι θα διάλεγε με περισσότερη φαντασία τους θεματικούς σπονδύλους των μυθοπλασιών της. Για μια ακόμα φορά αναρωτιόμαστε μήπως η πρόωρη αναγνώριση ευνοεί τη στασιμότητα του συγγραφέα.
Η σημερινή Αθήνα, με τις πιο ζοφερές και τραχιές πλευρές της, έχει εμφαντική παρουσία και σ΄ αυτό το δεύτερο βιβλίο της Σκαλίδη. Αλλά η ρίζα των δεινών που ταλανίζουν τους πρωταγωνιστές του βρίσκεται στην επαρχία, σ΄ ένα χωριό που δεν κατονομάζεται. Και η ρίζα αυτή είναι ένας άνθρωπος με ιδιότητες δαίμονα: μια τυραννική γυναίκα που ακούει στο όνομα Μαγδαληνή Ντινάστα (χαρακτηριστικό όσο κι εξεζητημένο δείγμα της έλξης που εξασκεί στη συγγραφέα το δόγμα nomen est omen). Η ανέκαθεν αγέρωχη και αυταρχική Μαγδαληνή Ντινάστα κατέρρευσε, όταν της έφεραν τον αδελφό της σκοτωμένο στον Εμφύλιο, έπεσε σε βαριά κατάθλιψη, συνήλθε χάρη σε κάτι μυστηριώδη σκονάκια (πιθανότατα ηρωίνη), για να γίνει όμως από τότε απρόβλεπτα βίαιη, καταστροφικά υπερκινητική, πραγματική δυνάστρια για τους γύρω της: τον άνδρα της, ένα ταπεινό ανθρωπάκι που αποκαλείται Νούλης (άλλο ένα παράδειγμα του κατά Σταυρούλα Σκαλίδη «όνομα και πράμα»), τον γιο της, τη νύφη της.
Κάποια στιγμή ο γιος, ο Θεόφιλος, κάνει την εξέγερσή του. Για να μη φτάσει στο σημείο να σκοτώσει τη φοβερή μάνα του, εγκαταλείπει την οικογενειακή στέγη, αφήνοντας πίσω του τη γυναίκα του και τις δυο ανήλικες κόρες του, και καταφεύγει στην Αθήνα, όπου θα εργαστεί στην οικοδομή, αλλά έπειτα από ένα ατύχημα θα καταντήσει ζητιάνος και ρακοσυλλέκτης. Οι κόρες δεν θα ξεπεράσουν ποτέ το τραύμα της εγκατάλειψης. Η μία, η Μυρσίνη, θ΄ αναζητεί ένα πατρικό υποκατάστατο στην αγκαλιά πολύ μεγαλύτερών της ανδρών, η άλλη, η ΄Αννα, που θα σπουδάσει ιατρική, θα διοχετεύσει όλη τη δοτικότητά της στη δράση με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, μένοντας ανέραστη και αφήνοντας ανανταπόδοτα τα αισθήματα του Φάνη, ενός φοιτητή που θα της αφοσιωθεί ολόψυχα, βάζοντας τελεία και παύλα στις δονζουανικές περιπέτειές του. Οσο για την εφιαλτική Μαγδαληνή Ντινάστα, θα τελειώσει τις μέρες της σε μια ρεματιά, όπου θα φτάσει έπειτα από μια παραλογισμένη περιπλάνησή της στις ερημιές. Στο μεταξύ ο Θεόφιλος έχει περισυλλέξει μια μικρή ζητιάνα, έχει γίνει φίλος, δάσκαλος, προστάτης της και περιφέρεται μαζί της στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά. Το όνομα της μικρής, Μαριάννα, μοιάζει να υπαινίσσεται την ολοκλήρωση του πατρικού ρόλου του Θεόφιλου, που διακόπηκε πολύ νωρίς στη σχέση του ιδίως με τη μικρότερη κόρη του, την Αννα. Τελικά, ο Θεόφιλος θα πεθάνει ξανασμίγοντας με την Αννα κάτω από τραγικές συνθήκες, σε μια ένωση που δεν θα μπορούσε να είναι πιο κυριολεκτική (χωρίς αυτό να σημαίνει σεξουαλική). Η ΄Αννα και τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας θα βρουν όμως την ευτυχία, ο ένας κοντά στους άλλους.
Προφανή τα μελοδραματικά στοιχεία σ΄ αυτό τον αφηγηματικό καμβά: αθώοι που υποφέρουν εξαιτίας μιας δύστηνης μοίρας ή άλλων ανθρώπων, κλισέ σχήματα με δοκιμασμένη συγκινησιακή ανταπόκριση (π.χ. ο γέρος ζητιάνος και η μικρούλα προστατευόμενή του) κ.λπ. Το μελό δεν πρέπει ν΄ απαξιώνεται χωρίς δεύτερη σκέψη. Ιδιαίτερα σ΄ εποχές κυρίαρχου κυνισμού και κοινωνικής αναλγησίας υπενθυμίζει, έστω με τον απλοϊκό τρόπο του, τη δυνατότητα νίκης του συναισθήματος επί της στυγνής λογικής και του συμφέροντος, γι΄ αυτό εκφράζει κάτι το αισιόδοξο. Αρκεί να μην παραμορφώνει (ή τουλάχιστον να μην το κάνει σε υπερβολικό βαθμό) την πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται, γιατί τότε δεν έχει την αληθοφάνεια που είναι απαραίτητη για να συγκινήσει το κοινό με το δράμα των ηρώων του: παύει τότε να είναι μελό και γίνεται αισθηματικό πορνό.
H Σταυρούλα Σκαλίδη δεν μπορεί να κατηγορηθεί για κάτι τέτοιο. Ωστόσο το εγχείρημά της αποτυγχάνει, κατά τη γνώμη μου, γιατί το μελό της δεν είναι συνεπές μελό. Ενα συνεπές μελό εκπληρώνει δύο βασικούς όρους. Πρώτον, περιγράφει μια κατάσταση που το κοινό αναγνωρίζει ως σημαντικό μέρος της δικής του ψυχοκοινωνικής εμπειρίας και με τα συμπαθητικότερα πρόσωπα της οποίας μπορεί να ταυτιστεί εύκολα. Και δεύτερον, πριν (εκ)ζητήσει τη συγκίνηση του κοινού τη βιώνει (ή την υποδύεται) το ίδιο, μ΄ ένα μαλακό, υγρό, επιμελώς αφελές ύφος, ποτισμένο σ΄ ένα υπερχειλισμένο συναίσθημα.
Στο Κρέας από σταφύλι δεν συμβαίνει τίποτα από τα δυο. Τόσο το θέμα όσο και η προσέγγισή του έχουν κάτι το παράξενα άκαιρο για σύγχρονο αφήγημα και το πολύ θεωρητικό για ένα μελό: η Μοίρα ως αδυσώπητη δύναμη, που κάνει τον ένα δυνάστη, τον άλλο επαίτη, τον τρίτο ακτιβιστή και πάει λέγοντας, με τον καθένα να είναι θύμα του ενός και θύτης κάποιου άλλου. Οι χαρακτήρες του βιβλίου, άλλοι υπερβολικοί και άλλοι ψυχρά σχηματικοί, δεν πείθουν και δεν συγκινούν. Στην αδυναμία παραγωγής συγκίνησης, συναισθηματικής αμεσότητας συμβάλλει (ερχόμαστε τώρα στον δεύτερο όρο) το ύφος της Σκαλίδη: άτερπνο, στρυφνό και αφόρητα επιτηδευμένο, μ΄ εκβιασμένες και αχρείαστες παρηχήσεις, συνηχήσεις και άλλα τέτοια, που είναι σαν να προσπαθούν να στρέψουν την προσοχή του αναγνώστη από το δράμα των χαρακτήρων σ΄ επιδείξεις λογοτεχνικής ταχυδακτυλουργίας από τη μεριά της συγγραφέως.
Το πρώτο βιβλίο της Σταυρούλας Σκαλίδη είχε πολλά τεχνικά ελαττώματα, όπως είπαμε και εισαγωγικά, αλλά υπήρχε εκεί μια αθωότητα του συναισθήματος. Στο δεύτερο, όχι μόνο δεν έχουν γίνει βήματα τεχνικής προόδου (μάλλον για βήματα προς τα πίσω θα έπρεπε να μιλήσουμε), αλλά, πράγμα πολύ σοβαρότερο, η αθωότητα έχει αντικατασταθεί από την προσποίηση αθωότητας."
Δημοσθένης Κούρτοβικ, "Τα Νέα"/ "Βιβλιοδρόμιο", 10.4.2010
"Δαγκώνει η αφήγηση της Σκαλίδη σε τούτη τη νουβέλα της, που διαδέχθηκε το «Προδοσία και εγκατάλειψη» που της χάρισε το βραβείο καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω».
Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Φίλης. Ένας άντρας πληγωμένος. Τον περιστοιχίζουν η σύζυγός του Φρόσω κι οι κόρες τους Άννα και Μυρσίνη. Τον κατατρέχει πάντα η ανάμνηση της μάνας του, της καταπιεστικής και ημίτρελης Μαγδαληνής, που καταπίνει σκονάκια κι είναι θεριό ανήμερο. Ο Φίλης κουβαλά ενοχές προερχόμενες από τη σχέση του με τη μάνα του. 40άρης πια, εγκαταλείπει την οικογένειά του και τη δουλειά του και ζει άστεγος στο κέντρο της πόλης. Ένα βράδυ συναπαντιέται με τη μικρή Μαριάννα, που είναι κι αυτή δραπέτης από τη δική της καταπιεστική μητέρα. Η μικρή θα γίνει η αφορμή για να επανασυνδεθεί ο Φίλης με τους δικούς του στο τραγικό, παρ' όλα αυτά, φινάλε. Είναι συνάμα το στοιχείο με το οποίο η Σκαλίδη δένει τους ήρωές της και κυκλώνει την πλοκή της. Απομένει ο αφηγητής, ο Φάνης, ο ζαμανφού Δον Ζουάν, που αγαπά την αλτρουίστρια Άννα αλλά κάνει έρωτα με την αδελφή της….
Υπάρχει βία στο βιβλίο της Σκαλίδη. Βία εσωτερική. Αν το προηγούμενο βιβλίο της ήταν ένα σχόλιο πάνω στη βία που γεννά η αλλοτρίωση κι η μοναξιά στη σύγχρονη μεγαλούπολη, τώρα η βία γεννιέται από την αγάπη ή από την απουσία της· την αγάπη που δηλώνεται προσχηματικά. Που εκδηλώνεται εθιμοτυπικά, που γίνεται καταπιεστική και που δεν δίνεται αυθόρμητα και απρόσκοπτα στον άλλο – διόλου τυχαία, η κοινωνική εθελόντρια Άννα είναι η μόνη θετική ηρωίδα του βιβλίου και σε σημεία θαρρώ ότι γίνεται η πιο προσωπική «φωνή» της συγγραφέως.
Η αφήγηση της Σκαλίδη δεν ξεστρατίζει στο μελό. Δεν γλυκαίνει για να γίνει αρεστή, ούτε εκλιπαρεί για συμπάθεια προς τους ήρωές της. Γυρεύει απλώς την κατανόηση. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι χυμώδης, αβίαστη, χωρίς να γίνεται δήθεν ιδιωματική. Το κείμενό έχει ρυθμό. Κοφτό. Πιο σωστά, συγκοπτόμενο. Συχνά οι λέξεις αντηχούνσ' αυτές που τις διαδέχονται. Ειδικά οι εσωτερικοί σαν σε παραλήρημα μονόλογοι της Μαγδαληνής, που σκίζουν σαν ξυράφι. "
Θανάσης Μήνας, "Athens Voice", τχ. 296, 1.4.2010
Λίγα λόγια για την συγγραφέα:
Η Σταυρούλα Σκαλίδη γεννήθηκε το 1978 στον Άγιο Αδριανό Αργολίδας. Εργάζεται ως δημοσιογράφος. Το πρώτο της βιβλίο "Προδοσία και εγκατάλειψη" τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού "Διαβάζω".