ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
ΝΕΕΣ ΑΦΙΞΕΙΣ
- 8 Αυγούστου
Λατινικά ( Τεύχος Α ) Β Λυκείου - 15 Ιουλίου
Διόφαντος ΟΕΔΒ Σετ Α' Λυκείου (NTYMENΑ) - 15 Ιουλίου
Θρησκευτικά Β' Λυκείου ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ
ΝΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
-
16/05Τιμή: 22,20 19,98-10%
-
23/11Τιμή: 14,90 13,41-10%
-
20/09Τιμή: 11,10 9,99-10%
ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ
-
03/11Τιμή: 60,00
-
03/11Τιμή: 50,00
-
03/11Τιμή: 60,00
-
01/07Τιμή: 10,00
BEST SELLERS 2024
-
Επιβάτης 23Τιμή: 17,70 15,93-10%
-
Αναζητώντας την ελπίδαΤιμή: 17,70 15,93-10%
-
Το μωρό της σοφίταςΤιμή: 18,80 16,92-10%
All time Bests...»
Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί. Σίμορ, συστατικά στοιχεία
Λιανική τιμή: €8,90
Τιμή Bestseller: €8,01
Συγγραφέας: Σάλιντζερ Ντ. Τζ.
Εκδότης: Καστανιώτη
Κατηγορία: Ξένοι Συγγραφείς
ISBN: 9789600350791
Ημερομηνία έκδοσης: 22/03/2010
ΑγοράΠεριγραφή
Ο ίδιος θεωρούσε τις δύο αυτές νουβέλες, "Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί" και "Σίμορ, συστατικά στοιχεία" ό,τι καλύτερο είχε γράψει. Πρόκειται για τα τελευταία κείμενα που ο Σάλιντζερ δημοσίευσε σε μορφή βιβλίου με πρωταγωνιστές τους δύο μεγάλους αδελφούς της οικογένειας Γκλας, τον Μπάντι και τον Σίμορ- το 1964, κι έκτοτε αποσύρθηκε απ' το λογοτεχνικό στίβο, αποφεύγοντας κάθε εσκεμμένη επαφή με τη δημοσιότητα.
Στο "Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί", ο Μπάντι Γκλας, συγγραφέας και alter ego του Σάλιντζερ, περιγράφει τα ξεκαρδιστικά παράπλευρα δράματα του επεισοδιακού γάμου του μεγάλου του αδελφού, Σίμορ. Με το ίδιο σπιρτόζικο ύφος και το κράμα τρυφερότητας κι αποξένωσης που διαπνέει το "Φύλακα στη Σίκαλη", η ανεκδοτολογική αυτή νουβέλα κατορθώνει να σμιλεύσει -μέσα από τετριμμένες τραγωδίες, μικροπρεπείς εντάσεις και πολύ πάθος- το ακατέργαστο διαμάντι που είναι η πρόζα του Σάλιντζερ. Όσο για τον "Σίμορ" -για πολλούς το απαύγασμα της τέχνης του κι ένα αδιαφιλονίκητο αριστούργημα συνειδησιακής ροής- είναι το στοργικό ποτρέτο του πρεσβύτερου αδελφού Γκλας, διά χειρός και πάλι του αδελφού του Μπάντι.
Αντιγράφοντας ένα από τα σπανιότατα και δημοσιευμένα μόνο στις πρώτες ανατυπώσεις του βιβλίου κείμενα του Σάλιντζερ για τις εν λόγω νουβέλες: "Όσο κι αν αποκλίνουν σε κλίμα ή σκοπό, και οι δύο αυτές ιστορίες καταγίνονται επιτακτικά με τον Σίμορ Γκλας, τον κύριο χαρακτήρα μου στην ημιτελή ακόμα σειρά μου για την οικογένεια Γκλας. [...] Παραδόξως, οι χαρές και η ικανοποίηση που μου προσφέρει το να γράφω για τους Γκλας αυξάνουν και βαθαίνουν με τα χρόνια. Δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί, ωστόσο. Τουλάχιστον όχι έξω απ' το καζίνο της μυθοπλασίας μου"
Σελ. 196
Κριτικές:
"Ωσπου να δουν το φως της δημοσιότητας τα θρυλούμενα ανέκδοτα έργα του Σάλιντζερ θα πρέπει να αρκεστούμε σε όσα εκδόθηκαν όσο ζούσε.Ανάμεσά τους ανήκουν και οι δύο αυτές νουβέλες, πολύ λιγότερο γνωστές από τον Φύλακα στη σίκαλη,που όμως ο ίδιος τις θεωρούσε πως ήταν ό,τι καλύτερο είχε γράψει.Αμεσότητα,εξαίρετη χρήση του καθημερινού ιδιώματος,ζωντανοί και οικείοι χαρακτήρες και,μαζί με αυτά,τα γνωρίσματα της αφηγηματικής τεχνικής του Σάλιντζερ: παρατηρητικότητα,λιτότητα,εξαίρετη γνώση τού τι προηγείται και τι έπεται.Και βέβαια κατανόηση για τα ανθρώπινα,τα φαινομενικά «μικρά»,τα οποία ωστόσο καθορίζουν τη ζωή μας.
Ενας από τους κορυφαίους συγγραφείς της γερμανόφωνης λογοτεχνίας αρχίζει να γίνεται γνωστός στη χώρα μας.Ο Ζέμπαλντ έγραψε ένα βιβλίο πολυπρισματικό,φωτεινό και σκοτεινό,λυρικό και δραματικό ταυτοχρόνως.Ενα εξπρεσιονιστικό πολύπτυχο για τα παιδικά του χρόνια,για τη γοητεία και τη μελαγχολία των αναμνήσεων, για το πώς συνειδητοποιείς μέσα από το αίσθημα του ιλίγγου που σού προκαλεί η ζωή και το βίωμα του χρόνου το πεπερασμένο της ύπαρξης και το ανίατο των αισθημάτων,τα οποία σε σημαδεύουν ακόμη και αν η ρίζα τους βρίσκεται στο μακρινό παρελθόν."
"Το Βήμα"/ "Βιβλία", 4.7.2010
" «Απόψε έχω την αίσθηση πως ό,τι και να πεις σ' έναν συγγραφέα, αφού τον ικετεύσεις ν' αφήσει όλα του τ' άστρα να ανατείλουν, είναι απλώς φιλολογικές συμβουλές». Ο Σίμορ Γκλας δεν περιμένει τίποτα λιγότερο από τον αδελφό του, αφηγητή στις δύο νουβέλες τού Σάλιντζερ, από το να δει όλα του τα αστέρια να φέγγουν στις σελίδες του. Με άλλα λόγια, του ζητά ως αναγνώστης την έγγραφη εκδοχή του ουρανού με τ' άστρα. Η ικεσία του συντριπτική: «Θέλω όλα σου τα λάφυρα».
Ο αφηγητής τού Σάλιντζερ θα ήθελε όσο τίποτα να μπορούσε ο αδελφός του να λαφυραγωγήσει τις κειμενικές του επιτεύξεις, της δεύτερης ιδίως νουβέλας, που είναι αφιερωμένη σε εκείνον, αλλά ο Σίμορ έχει εδώ και καιρό αυτοκτονήσει. Το πεζό «Σίμορ, συστατικά στοιχεία» είναι η ελεγειακή ανάκληση του προσώπου του απόντος. Πολύ περισσότερο ωστόσο συγκροτεί ένα συγκλονιστικό πορτρέτο του συγγραφέα, του κάθε συγγραφέα. Ο Σίμορ γίνεται εκμαγείο απ' όπου ο αδελφός του εξορύσσει όλη τη συγγραφική παθολογία, αρχής γενομένης από τον εαυτό του. Μολονότι η κύρια πρόθεση του αφηγητή, να αποδώσει δηλαδή πεζογραφικά τη φυσιογνωμία του Σίμορ, προσιδιάζει σε επικήδειο, οι δυσχέρειες με τις οποίες αντιμετριέται κατά την τέλεση του εγχειρήματός του, συντείνουν σε μια εξόχως δαιμονική αυτοαναφορικότητα. Η γραφή ζυγιάζεται διαρκώς ανάμεσα στην οδύνη για το διαφυγόν, νεκρό γαρ, αντικείμενό της και στην ηδονή του γράφοντος από το αντικαθρέφτισμά του στο στερέωμα των σελίδων.
Εκείνο που κυρίως παρεμποδίζει τον αφηγητή στο σκιαγράφημα του Σίμορ δεν είναι ο πόνος της απώλειας, αλλά, αντιθέτως, η χειμαρρώδης ευφορία που τον διακατέχει τις στιγμές που γράφει για εκείνον. Ευφορία ασύνδετη με τα μνημονικά θραύσματα που σταχυολογούνται, καθότι απόρροια της εξαιρετικά διεγερμένης ματαιοδοξίας τού αφηγητή στην προοπτική όλων όσα φιλοδοξεί να πει για τον αυτόχειρα αδελφό του. Η λαγνεία του για το αυτοείδωλό του ως συγγραφέα υποσκελίζει και υπονομεύει την επιθυμία του να παραστήσει με λέξεις τον αδελφό του ως «ενσώματη» παρουσία. Επίνοια του κειμένου δεν είναι τελικά το πένθος, αλλά η φιλαυτία. Τόσο ευδαίμων νιώθει ο γράφων που δεν διστάζει να παραγκωνίζει, απολύτως συνειδητά, πέρα από το αντικείμενο της συγγραφής, και τους δυνάμει παραλήπτες της, συνοψισμένους σε ένα ανυπόστατο, συνάμα ανυπόληπτο, ον, ήτοι τον μέσο αναγνώστη. Αδιαφορώντας απροκάλυπτα γι' αυτό τον νοητό συνομιλητή που βρίσκεται κάπου ενώπιόν του, διατηρώντας το πλεονέκτημα της σιωπής, ο συλλέκτης των συστατικών στοιχείων του Σίμορ τείνει σαρδόνια προς το μέρος του ένα «ανεπιτήδευτο μπουκέτο εξόχως πρόωρα ανθισμένων παρενθέσεων», σε ένδειξη παντελούς έλλειψης εκτίμησης, αν όχι περιφρόνησης. Ας μην ξεχνάμε πως η ματαιοδοξία του έχει νοθευτεί με υπερδοσολογία ευτυχίας. Ο ίδιος έχει πλήρη επίγνωση των συνεπειών, επιβλαβών για τη μυθοπλασία, αυτού του αποπροσανατολιστικού κράματος: «ενώ πιστεύω πως ένας εκστατικά ευτυχής πεζογράφος μπορεί να κάνει πολλά ωραία πράγματα με την τυπωμένη σελίδα -τα ωραιότερα, ελπίζω ειλικρινά-, αληθεύει επίσης, και είναι απείρως πιο αυταπόδεικτο, υποψιάζομαι, ότι αδυνατεί να είναι μετρημένος ή εγκρατής ή συνεκτικός· χάνει σχεδόν όλες τις σύντομες παραγράφους του». Ευνόητο είναι πως ένας απερίγραπτα όλβιος συγγραφέας δεν στέργει να ικανοποιήσει χαμερπείς αναγνωστικές απαντοχές, όπως η πλοκή.
Ως ελάχιστη χειρονομία αβροφροσύνης ωστόσο ο αφηγητής δηλώνει στον μέσο αναγνώστη πως είναι ελεύθερος να πάρει δρόμο από την αφήγηση όποτε ξοδευτεί η υπομονή του. Βέβαια, αυτή η γενναιόψυχη παραχώρηση του δικαιώματος της φυγής έχει οδηγήσει την ευγένειά του στα όριά της. «Πιθανότατα θα εξακολουθήσω να επισημαίνω διαθέσιμες εξόδους κατά τον ρου της αφήγησης, αλλά δεν είμαι βέβαιος κατά πόσον θα προσποιηθώ ξανά πως το κάνω μ' όλη μου την καρδιά».
Ο αναγνώστης που θα κατευθυνόταν, έξαλλος οπωσδήποτε, προς μία από τις εξόδους του κειμένου, καλό θα ήταν ίσως, αν φυσικά συνέχιζε να ενδιαφέρεται για κάποιον Σίμορ, να επέστρεφε στην είσοδο του τόμου, τιτλοφορημένη «Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί». Εκεί ο Σίμορ ακόμα ζει, αλλά ούτε αυτή τη φορά εμφανίζεται στις σελίδες. Το πρόσωπό του σχηματίζεται ελλειπτικά μέσα από τον θυμό τεσσάρων καλεσμένων στον ματαιωμένο του γάμο, από τις ισχνές αιτιάσεις που τους απευθύνει ο αδελφός του, καθώς και από μερικές σελίδες του ημερολογίου του. Επόμενο είναι η μορφή του να προβάλλει υβριδική. Αλλού ενοχοποιείται με σχιζοειδή διαταραχή που τον αποτρέπει από τη συναισθηματική εγγύτητα με άλλα άτομα, αλλά παρ' όλα αυτά τον κάνει να δείχνει «τρομερά σοφιστικέ», αλλού ο ίδιος καταγράφει την υποψία ότι οι γύρω του συνωμοτούν για να τον κάνουν ευτυχισμένο, αλλού είναι το παιδί-θαύμα που έλαμψε για χρόνια, όταν συμμετείχε σε μια ραδιοφωνική εκπομπή για «Μικρούς Σοφούς», αλλού αναγγέλλεται ως εκλεκτός νυμφίος προς χάριν του οποίου πρέπει να υψωθεί στέγη ψηλή, ανάλογη του ψυχικού και πνευματικού του ύψους, ενώ αλλού παραμένει ο μεγαλύτερος αδελφός του αφηγητή, αναντικατάστατος σε ό,τι ο τελευταίος θεωρεί υψηλόφρον, ένα σύμβολο αυθεντίας. Υπό μία έννοια, τα συστατικά στοιχεία που συλλέγονται στην όμορη νουβέλα θα μπορούσαν να ιδωθούν σαν τα θεμέλια της δυσθεώρητης στέγης που αναλογεί στον Σίμορ Γκλας.
Αν το πρώτο πεζό μοιάζει με φαρσοκωμωδία, το δεύτερο είναι αναντίλεκτα ιλαροτραγωδία. Και στις δύο νουβέλες ο Σίμορ αναφαίνεται ως πρόσωπο ιδεατό, όμως μόνο στη δεύτερη, με την οιονεί δοκιμιακή χροιά, υποδηλώνεται η ισχύς του επί του γράφοντος. Ο επιδεικτικά αμήχανος βιογράφος διαπιστώνει πως σελίδα τη σελίδα ο αδελφός του παίρνει στη σκέψη του οικείες διαστάσεις, γίνεται συνεπώς τόσο πελώριος που καμία σελίδα γραφομηχανής δεν τον χωρά. Μην μπορώντας να γράψει για εκείνον, γράφει για την αδυναμία του να γράψει για εκείνον. Ενας μπορχεσιανός φαύλος κύκλος. Τελικά ο συγγραφέας τού Σάλιντζερ γράφει για το μοναδικό θέμα που τον κατακαίει, τον εαυτό του. Μετατρέποντας τις σελίδες του σε κάτοπτρο αυτοθαυμάζεται ασυστόλως, αψηφώντας τον άμεσο κίνδυνο να λάβει η αφήγησή του την «ανεπισημότητα εσωρούχου». Ακόμα και στα σημεία όπου σαν αντίβαρο της οίησης προτείνεται η άλλη της όψη, η αυτοϋποτίμηση, δηλαδή, και η ταπείνωση της απογύμνωσης, ο αφηγητής είναι αρκετά ειλικρινής για να παραδεχθεί ότι δεν γράφτηκε ποτέ εξομολογητικό χωρίο «που να μη βρομούσε έστω και λίγο απ' την περηφάνια του συγγραφέα για την εγκατάλειψη της περηφάνιας του». Πέρα από την όποια υποκριτική του δεινότητα που του επιτρέπει να μεταμφιέζει την αγερωχία σε ατυφία, κάθε έντιμος συγγραφέας θα φτάσει κάποτε να αναρωτιέται πώς γίνεται και «δεν είμαστε ακόμα πιο δειλοί στο χαρτί απ' όσο είμαστε ήδη».
Από το άλλο μέρος, η υποχώρηση της δειλίας δεν είναι ποτέ ανώδυνη. Ακόμα και ο πιο αδόνητος από την ανασφάλεια γραφιάς θα γίνει, έστω και για πολύ λίγο, απολογητής ενώπιον της άγραφης ή, στη χειρότερη περίπτωση, της γραμμένης σελίδας. Η σύγκρουση μεταξύ φιλοδοξίας και προσωπικών δεξιοτήτων, είτε εγνωσμένων είτε ψευδαισθητικών, αποδεικνύεται συνήθως πολυαίμακτη. Ισως από αυτή την κρύφια αναμέτρηση που υφίσταται κάθε δημιουργός, εκρέει η υφολογική αλγολαγνεία, μείζον συστατικό της καλής λογοτεχνίας. Γι' αυτό ο αδελφός τού Σίμορ μας διαβεβαιώνει ότι τελεί υπό «αδιάλειπτη ανάταση», χωρίς όμως να παραλείπει να επισημάνει ότι του έχει «χορηγηθεί σπλαχνικά το σύνηθες επαγγελματικό μερίδιο βαρύθυμων σκέψεων».
Η τέχνη είναι μια αγώγιμη μορφή κρίσης, στο μέτρο που η ανάρρωση από αυτή παρατείνεται επιτηδείως. Η πολυώδυνη τέχνη καταφέρνει εντέλει να μολύνει εξαίσια όλους όσοι επιζητούν την αγωγιμότητά της. Υπέροχη η περιγραφή στην ακόλουθη παράγραφο αυτής της τόσο εξευγενισμένης και τυραννικής πάθησης, ισοδύναμης με ένα πεπρωμένο άχραντο και μαζί επάρατο· μια ακαταμάχητη αναπηρία. Σύμφωνα με τον ήδη βαρύτατα πάσχοντα αφηγητή, ο εν λόγω άρρωστος «βγάζει τρομερές κραυγές οδύνης, λες και θ' αντάλλασσε ολόψυχα τόσο την τέχνη όσο και την ψυχή του για να βιώσει αυτό που στους άλλους εκλαμβάνεται ως ευζωία, κι ωστόσο [...] οποτεδήποτε το ανθυγιεινό στην όψη καμαράκι του υφίσταται διάρρηξη και κάποιος -συχνά δε κάποιος που τον αγαπά στ' αλήθεια- τον ρωτά με πάθος πού πονά, εκείνος είτε αρνείται είτε μοιάζει ανήμπορος να το συζητήσει σε παραγωγική, κλινική έκταση, και το πρωί, όταν ακόμα και οι σπουδαίοι ζωγράφοι και ποιητές αισθάνονται θεωρητικά κομματάκι πιο κεφάτοι από το σύνηθες, εκείνος μοιάζει πιο διαστροφικά αποφασισμένος παρά ποτέ ν' αφήσει την αρρώστια του να εξελιχθεί, θαρρείς και υπό το φως μιας άλλης, θεωρητικά εργάσιμης, ημέρας είχε θυμηθεί πως όλοι οι άνθρωποι, των υγιών συμπεριλαμβανομένων, κάποτε πεθαίνουν, και συνήθως με μια δόση απροθυμίας, μα πως αυτός, ο τυχεράκιας, τουλάχιστον τα τινάζει εξαιτίας της διεγερτικότερης συντροφιάς, πες την αρρώστια αν θες, που γνώρισε ποτέ».
Ο Αύγουστος Κορτώ, ομοιοπαθής σε πολλά με τον αφηγητή τού Σάλιντζερ, φαίνεται πως απόλαυσε στο έπακρο την ηδονική συγγραφική του κακοπάθεια. Τουλάχιστον αυτό δείχνει η σπαρταριστή του μετάφραση."
Λίνα Πανταλέων, "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη", τχ. 604, 21.5.2010
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο J. D. Salinger (1919-2010) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Κέρδισε τη συγγραφική του φήμη του με την έκδοση ενός και μόνο μυθιστορήματος, του "The Catcher in the Rye" ("Ο φύλακας στη σίκαλη", 1951), του οποίου ο κεντρικός ήρωας, Holden Caulfield, συνόψιζε τη βίαιη έκφραση του άγχους της νέας γενιάς της εποχής. Η αίσθηση που προκάλεσε το βιβλίο και η ταύτισή του με τη γενιά των μπήτνικ, ανάγκασε τον Σάλιντζερ να εγκαταλείψει τη Ν. Υόρκη για ένα σπίτι στους μακρινούς λόφους του Cornish, New Hampshire. Προηγουμένως, είχε προλάβει να δημοσιεύσει και ορισμένα διηγήματά του, σε ένα από τα οποία -στο "A Perfect Day for Bananafish" ("Τέλεια μέρα για μπανανόψαρα", περιοδικό "New Yorker", 1949)-, εμφανίζεται για πρώτη φορά ο Seymour Glass, χαρακτήρας τον οποίο ξαναβρίσκουμε στα βιβλία "Franny and Zooey" ("Φράνυ και Ζούι", 1961) και "Raise High the Roof Beam, Carpenters/Seymour: An Introduction" (1963), τα μόνα άλλα βιβλία που εξέδωσε ο Σάλιντζερ. Από 35, περίπου, διηγήματά του που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά, επέτρεψε να εκδοθούν όσα, κατά τη γνώμη του, μπορούσαν να αντέξουν στο χρόνο, στον τόμο "Nine Stories" ("Εννέα ιστορίες", 1953). Πέθανε τον Ιανουάριο του 2010 στο σπίτι του, στο Νιού Χαμπσάιρ, από φυσικά αίτια.
Ξένοι Συγγραφείς
Η ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΕΡΛΟΚ ΧΟΛΜΣ – Περιπέτεια στο Υδραγωγείο του Λονδίνου
Τιμή: 12,99 11,69
Αγορά