ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
ΝΕΕΣ ΑΦΙΞΕΙΣ
- 8 Αυγούστου
Λατινικά ( Τεύχος Α ) Β Λυκείου - 15 Ιουλίου
Διόφαντος ΟΕΔΒ Σετ Α' Λυκείου (NTYMENΑ) - 15 Ιουλίου
Θρησκευτικά Β' Λυκείου ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ
ΝΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
-
16/05Τιμή: 22,20 19,98-10%
-
23/11Τιμή: 14,90 13,41-10%
-
20/09Τιμή: 11,10 9,99-10%
ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ
-
03/11Τιμή: 60,00
-
03/11Τιμή: 50,00
-
03/11Τιμή: 60,00
-
01/07Τιμή: 10,00
BEST SELLERS 2024
-
Επιβάτης 23Τιμή: 17,70 15,93-10%
-
Αναζητώντας την ελπίδαΤιμή: 17,70 15,93-10%
-
Το μωρό της σοφίταςΤιμή: 18,80 16,92-10%
All time Bests...»
Αν δεν υπήρχε αύριο
Λιανική τιμή: €17,70
Τιμή Bestseller: €15,93
Συγγραφέας: Τζιρίτα Μαρία
Εκδότης: Ψυχογιός
Κατηγορία: Έλληνες Συγγραφείς
ISBN: 9789604536771
Ημερομηνία έκδοσης: 16/02/2010
ΑγοράΠεριγραφή
Η Κατερίνα μένει μόνη με δύο παιδιά, μετά από είκοσι χρόνια γάμου, όταν ο άντρας της την εγκαταλείπει για μια άλλη γυναίκα. Ο Γιάννης, πλούσιος και όμορφος στα σαράντα πέντε του χρόνια, δεν έχει γνωρίσει ποτέ την αγάπη. Ο Μιχάλης, φιλοχρήματος και αγχώδης σε όλη του τη ζωή, μαθαίνει ότι πάσχει από καρκίνο. Η Μαριλένα, μόλις είκοσι χρόνων, ονειρεύεται να συναντήσει τον άντρα των ονείρων της για να ξεφύγει από την καταπιεστική οικογένειά της. Την πρώτη Απριλίου 2009 αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι εγκλωβίζονται στα χαλάσματα του κτιρίου μιας αμερικανικής τράπεζας, ύστερα από βομβιστική επίθεση. Μαζί τους κι ένας μυστηριώδης άντρας, ο οποίος, λίγο πριν ξεψυχήσει, τους εξομολογείται ένα τραγικό, όσο και απίστευτο μυστικό. Για να τους βοηθήσει να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους; Για να τους παρηγορήσει; Ή μήπως για να τους δώσει μια τελευταία ευκαιρία να βρουν την προσωπική τους ευτυχία; Κανείς δε θα μάθει ποτέ… Αυτό το μυστικό όμως, που τους δένει με έναν όρκο σιωπής, τους αναγκάζει να δουν τη ζωή τους με άλλο μάτι και να προσπαθήσουν να βρουν την ευτυχία, ακόμα κι αν γι'' αυτούς αλλά και για ολόκληρη τη γη δεν υπάρχει αύριο ή μάλλον ακριβώς γι'' αυτό!
Λίγα λόγια για την συγγραφέα:
Η Μαρία Τζιρίτα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Από μικρή ηλικία έγραφε διηγήματα, εμπνευσμένα από την καθημερινότητα, και στο σχολείο αρκετές εκθέσεις της είχαν διακριθεί και βραβευτεί σε πανελλήνιους διαγωνισμούς. Σπούδασε ψυχολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Ασχολήθηκε με τη διδασκαλία, αλλά τα τελευταία χρόνια την κέρδισε ο κόσμος των επιχειρήσεων και του μάρκετινγκ. Σήμερα εργάζεται ως υπεύθυνη πωλήσεων σε κατασκευαστική εταιρία στη Γλυφάδα. Έχει μια κόρη και το χόμπι της είναι τα ενυδρεία. Λατρεύει τα ζώα και πολύ συχνά γράφει ιστορίες με πρωταγωνιστές τα αγαπημένα της χρυσόψαρα. "Το παιδί της αγάπης" το πρώτο της μυθιστόρημα, είναι εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία, την οποία βίωσε προσωπικά και τη συγκλόνισε.
Διαβάστε τα πρώτα κεφάλαια:
Ο γοητευτικός άντρας άφησε το αυτοκίνητό του στο πάρκινγκ και κατευθύνθηκε προς την
τράπεζα. Η American Bank δεν είχε πολλά
υποκαταστήματα στην αθήνα, συγκεκριμένα μόνο δύο – ένα στα νότια προάστια κι ένα εδώ, στο κέντρο. από το Μαρούσι όπου ερχόταν ο ίδιος σαφώς τον βόλευε αυτό εδώ, κι ας αντιμετώπιζε κάθε φορά το κυκλοφοριακό χάος της πρωτεύουσας.
Ήταν ντυμένος κομψά, αφού μετά θα πήγαινε από τα κεντρικά γραφεία της επιχείρησής του, αλλά έτσι κι αλλιώς πάντα ήταν κομψά ντυμένος ο Γιάννης Αλεξίου.
Έβγαλε το σακάκι του και το έριξε ανέμελα στον ώμο του έκανε αρκετή ζέστη εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα, την πρώτη μέρα του Απριλίου, για την ακρίβεια. Ο φύλακας τον χαιρέτησε εγκάρδια, καθώς έμπαινε
στο κτίριο. είχαν γίνει γνωστοί πια βλέπονταν περίπου δύο φορές το μήνα τους τελευταίους έξι μήνες κι είχε αναπτυχθεί μια οικειότητα ανάμεσά τους. Ο γκριζομάλλης άντρας συνειδητοποίησε στιγμιαία ότι δε γνώριζε καν το όνομα του νεαρού και σημείωσε στο μυαλό
του να τον ρωτήσει βγαίνοντας.
Κατευθύνθηκε προς το γραφείο του διευθυντή, παρακάμπτοντας τα υπόλοιπα γραφεία και φυσικά την ουρά των ατόμων που περίμεναν υπομονετικά μπροστά σε κάθε γραφείο. Η διαφήμιση της συγκεκριμένης τράπεζας για ανοιχτό δάνειο με το πιο χαμηλό επιτόκιο της αγοράς τράβηξε τους απελπισμένους πολίτες
όπως τραβάει το φως τις πεταλούδες.Οι περισσότεροι ήλπιζαν να πάρουν το δάνειο για να ξεπληρώσουν προηγούμενα συσσωρευμένα χρέη. Γνωστή διαδικασία για τα νοικοκυριά του 2009.
«Καλημέρα σας, κύριε Αλεξίου! Καλό μήνα!» γύρισε το κεφάλι του κι είδε την κοπέλα πίσω από το ταμείο να του χαμογελά. Της ανταπέδωσε το χαιρετισμό, διε-
ρωτώμενος αν αυτή η όμορφη νεαρή κοπέλα ήταν τόσο ευγενική με όλους τους καλούς πελάτες της τράπεζας ή μόνο μαζί του. Τον κολάκευε η δεύτερη σκέψη, αν και η χαριτωμένη ξανθούλα θα μπορούσε, ηλικιακά,
κάλλιστα να είναι κόρη του. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχανε τίποτα να δοκιμάσει. Στο κάτω κάτω, ελεύθερος άντρας ήταν, και μάλιστα ιδιαίτερα γοητευτικός, παρά τα σαράντα πέντε του χρόνια.
Την πλησίασε από την πίσω μεριά του ταμείου και σκύβοντας προς το μέρος της της είπε χαμηλόφωνα:
«Έχω ραντεβού με το διευθυντή. θα σου έκανε κόπο να μου φέρεις μέσα το καινούργιο μπλοκ επιταγών για να μην περιμένω εδώ; Ορίστε το παλιό, είναι τελειωμένο. Θα μπορέσεις, καλή μου, τι λες;»
«Μα φυσικά, κύριε αλεξίου! θα είμαι στη διάθεσή σας για ό,τι θελήσετε!» του είπε εκείνη μελιστάλαχτα και πήρε το μπλοκ από το χέρι του, κοιτάζοντάς τον κατάματα, προκαλώντας σούσουρο δυσαρέσκειας από τους πελάτες που περίμεναν στην ουρά μπροστά της.
Από τη στιγμή που είχε μπει στην τράπεζα ο Γιάννης Αλεξίου, ο πλούσιος και ευπαρουσίαστος επιχειρηματίας, η Μαριλένα έπαψε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τους υπόλοιπους πελάτες. Εφόσον πληρούσε τις προ-
διαγραφές του ιδανικού για εκείνη συζύγου, δεν είχε καμία σημασία το γεγονός ότι ήταν περίπου είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της.Ή, για να το θέσουμε πιο σωστά, αποτελούσε το διαβατήριό της για τη ζωή που ονειρευόταν, για ένα καλύτερο αύριο.
Ο άντρας τής έκλεισε το μάτι, ικανοποιημένος από το πράσινο φως που μόλις άναψε μπροστά του. Από κει και πέρα ήταν εύκολα τα πράγματα.Μόλις επέστρεφε στο γραφείο του, θα έβαζε τη γραμματέα του να στείλει στη μικρή μια ανθοδέσμη με μια κάρτα του, όπου
θα έγραφε «Ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση». Εκείνη μόλις την παραλάμβανε, θα του τηλεφωνούσε να τον ευχαριστήσει, μετά αυτός θα της ζητούσε να ανταποδώσει την εξυπηρέτηση και την ευγένειά της με ένα δείπνο σ’ ένα από τα καλύτερα ρεστοράν της Αθήνας και η συνέχεια γνωστή. Σε τέτοιο βαθμό γνωστή, που είχε αρχίσει να σκέφτεται μήπως αυτή τη φορά έκανε κάτι διαφορετικό να σπάσει τη μονοτονία.
Με τις σκέψεις αυτές κι ένα χαμόγελο στα χείλη μπήκε στο γραφείο του διευθυντή. εκείνος σηκώθηκε να τον υποδεχτεί και τον έβαλε να καθίσει στην πολυθρόνα απέναντί του. Οι καταθέσεις του Αλεξίου ενίσχυαν κατά πολύ το γόητρο της τράπεζάς του και της θέσης
του βέβαια. Σήκωσε το τηλέφωνο και, πατώντας το πλήκτρο της ενδοεπικοινωνίας, παράγγειλε έναν καφέ για τον πελάτη του. Εσπρέσο σκέτο, όπως τον έπινε πάΝτα.Όχι ότι του είχε καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια ο Βού-
ρος του Αλεξίου, αλλά σίγουρα είχε την ανάγκη του.
Καιρός ήταν να ακούσει επιτέλους κι ένα ευχάριστο νέο. Το τελευταίο διάστημα η κατάσταση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, και οι ανώτεροί του στα κεντρικά της τράπεζας τον πίεζαν πολύ. Οι προβλέψεις ήταν δυσοίωνες, ο κόσμος είχε μαζευτεί, δεν έκαναν μεγάλες καταθέσεις, δεν έκαναν επενδύσεις, δε ζητούσαν δάνεια. ο Αλεξίου μπορεί να του έδινε μια ανάσα σήμερα, αρκεί να δεχόταν βέβαια την πρόταση που του
είχε κάνει.
«Λοιπόν, Γιάννη; το σκέφτηκες αυτό που λέγαμε τις προάλλες; θα την κάνεις την επένδυση;» μπήκε απευθείας στο ψητό, προσφέροντάς του ένα από τα ακριβά πούρα που διατηρούσε στον υγραντήρα πάνω στο
γραφείο του.Ο ίδιος δεν κάπνιζε ποτέ, τα είχε όμως για να κερνάει τους καλούς πελάτες του.
Ο Αλεξίου το πήρε και το άναψε, αφού πρώτα το μύρισε και πέρασε τη γλώσσα του στην άκρη του. Δε βιαζόταν να απαντήσει στην ερώτηση του διευθυντή, του άρεσε να παρατείνει την αγωνία του. Έτσι κι αλλιώς είχε αποφασίσει να επιβάλει τους δικούς του όρους σε αυτή τη δοσοληψία με την τράπεζα.
Δεν είχε τίποτα προσωπικό με τον Μιχάλη Βούρο, σε όλους έτσι φερόταν, ή τουλάχιστον σε όσους καταλάβαινε ότι είχαν την ανάγκη του, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς αποτελούσαν την πλειονότητα των ανθρώπων με
τους οποίους σχετιζόταν, ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο. Δεν είχε αυταπάτες ο Γιάννης Αλεξίου. Ήξερε ότι με το χρήμα μπορούσε ν’ αγοράσει τα πάντα, και αυτό
ακριβώς έκανε.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο γραφείο μια άλλη υπάλληλος κι έφερε τον καφέ του. Τα ρούχα που φορούσε δεν ήταν σαν των άλλων υπαλλήλων. Πρέπει να ήταν
η γυναίκα που είχαν για να καθαρίζει και να φτιάχνει τους καφέδες. την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, όπως στάθηκε δίπλα του για ν’ ακουμπήσει το δίσκο με τον καφέ. Ποτέ ξανά δεν την είχε δει μέχρι τώρα στην τράπεζα, ή τουλάχιστον δεν την είχε προσέξει. Νόστιμη κι
αυτή και καλοβαλμένη, αλλά μάλλον μεγάλη για τα γούστα του. α
Αναγνώριζε φυσικά ότι οι πιο ώριμες γυναίκες
είχαν τα πλεονεκτήματά τους σε σχέση με τις νεότερες, και το κυριότερο από αυτά ήταν ότι δεν κολλούσαν πάνω του σαν βδέλλες. αλλά στην προκειμένη περίπτωση, μάλλον θα προτιμούσε την ξανθούλα που είδε
νωρίτερα στο ταμείο.
«Ευχαριστούμε, Κατερίνα», της είπε ο διευθυντής χαμογελώντας και του χαμογέλασε κι εκείνη, αγνοώντας τον Αλεξίου που την κάρφωνε τόση ώρα με τα μάτια του. Η Κατερίνα γενικώς δεν πρόσεχε τους πελάτες, την ενδιέφερε μόνο η δουλειά της και τίποτε άλλο. Ειδικά τον τελευταίο καιρό, λόγω των οικογενειακών της προβλημάτων, ζούσε κυριολεκτικά στον κόσμο της.
Ούτε ένα χρόνο δεν είχε που δούλευε στην τράπεζα, ενώ νωρίτερα δεν είχε εργαστεί ποτέ στη ζωή της. Πάντα καταπιανόταν με διάφορα πράγματα –για παράδειγμα, βοηθούσε μια φίλη της στο μαγαζί της, ή κάποια άλλη φορά βοηθούσε έναν ξάδελφό της που είχε
μια ταβέρνα– αλλά κανονική δική της δουλειά δεν είχε ποτέ άλλοτε.
Τα έφερε έτσι όμως η μοίρα που αναγκάστηκε στα σαράντα της χρόνια να βγει στην αγορά εργασίας. Ο άντρας της, ή μάλλον ο πρώην άντρας της, τραπεζικός υπάλληλος και ο ίδιος, της εξασφάλισε αυτή τη θέση.
Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει, αφού αποφάσισε να την εγκαταλείψει με δυο παιδιά, έπειτα από είκοσι χρόνια κοινού βίου.
Προτού προλάβει να βγει η Κατερίνα από το γραφείο, μπήκε η ξανθιά ταμίας, αλλά όχι μόνη της. Μαζί της ερχόταν κι ένας άλλος κύριος, μεγάλος σε ηλικία και ντυμένος παράξενα. Σαν να είχε ξεπηδήσει από άλλη εποχή. φορούσε ένα κοτλέ πράσινο σακάκι, τουλάχιστον ένα νούμερο μικρότερο από το κανονικό του
μέγεθος, κοτλέ καφέ παντελόνι με φαρδιά μπατζάκια και στα πόδια δερμάτινα σανδάλια με κάλτσες! Αν υπολογίσουμε και το γεγονός ότι βρισκόμαστε ήδη στον Απρίλιο, με θερμοκρασία γύρω στους είκοσι βαθμούς
κελσίου τη μέρα εκείνη, το θέαμα του κυρίου ήταν πραγματικά γελοίο!
Ο Αλεξίου, που ετοιμαζόταν να ρουφήξει μια γουλιά από τον καφέ του, κόντεψε να πνιγεί! σκέφτηκε τον εκνευρισμό του διευθυντή που δεν έβλεπε την ώρα να μείνουν μόνοι τους για να πάρει την πολυπόθητη απάντηση που περίμενε τόση ώρα, αλλά αντί αυτού, το
γραφείο του είχε γεμίσει κόσμο, και μάλιστα ανεπιθύμητο! Ο τόνος στη φωνή του διευθυντή, όταν εκείνος μίλησε, τον επιβεβαίωσε.
«Μαριλένα, τι γίνεται εδώ; ποιος είναι ο κύριος, τι θέλει;»
«Κύριε διευθυντά, εγώ έφερνα το μπλοκ επιταγών του κυρίου Αλεξίου κι ο κύριος από δω επέμενε να σας δει και με ακολούθησε. του είπα ότι έχετε συνάντηση αλλά αυτός επέμενε, και…»
«Ζητώ χίλια συγγνώμη, κύριε Βούρο. η κοπέλα δε φέρει καμία ευθύνη. Ήταν επείγον να σας δω όμως προσωπικά, γι’ αυτό και πήρα το θάρρος να εισβάλω με αυτό τον τρόπο στο γραφείο σας.Μπορούμε να μιλήσουμε για λίγο ιδιαιτέρως;»
Ο άντρας μίλησε ήρεμα και σοβαρά κοιτάζοντας το διευθυντή επίμονα στα μάτια. Ο Βούρος σάστισε για λίγο, απόρησε με το θράσος αυτού του εισβολέα, αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να καθυστερήσει το ραντεβού
του με τον Αλεξίου ούτε λεπτό παραπάνω.
«Μα τι λέτε, κύριέ μου; Ποιος είστε και τι θέλετε, τέλος πάντων; Είμαι ήδη στα μέσα μιας συνάντησης, θα πρέπει να περιμένετε. περάστε έξω, σας παρακαλώ.
Μαριλένα, συνόδευσε τον κύριο…»
«Κυριακού. Απόστολος Κυριακού. Λυπάμαι, Κύριε Βούρο, αλλά θα πρέπει να σας δω τώρα. Σε δυο ώρες πετάω για Αμερική και χρειάζομαι την υπογραφή σας για να ρευστοποιήσω αυτά τα ομόλογα». Του έδειξε τα χαρτιά που κρατούσε στα χέρια του. «Κλήθηκα εκτάκτως από την υπηρεσία μου να φύγω για τις Ηνωμένες Πολιτείες και χρειάζομαι τα χρήματα. κάντε μου αυτή την εξυπηρέτηση, σας παρακαλώ».
Για μερικά δευτερόλεπτα επικράτησε μια αμήχανη σιωπή. Ο μόνος ήχος που ακούστηκε ήταν η ρουφηξιά που τράβηξε ο αλεξίου στον καφέ του. Έτσι είχε μάθει να τον πίνει τον εσπρέσο στην ιταλία, ρουφηχτό, σαν σφηνάκι. ο διευθυντής μια κοιτούσε τον κυριακού
και μια τον αλεξίου, λες και περίμενε από εκείνον να του πει τι να κάνει. η κατερίνα παρέμενε ακίνητη δίπλα στον αλεξίου, έτοιμη να πάρει το φλιτζανάκι με τον καφέ που μόλις είχε τελειώσει και να τον ρωτήσει αν θέ-
λει κάτι άλλο, αυτός, ο διευθυντής, ή ο παράξενος επισκέπτης τους.
ο βούρος αισθάνθηκε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι. Έτσι κι αλλιώς τον τελευταίο καιρό εκνευριζόταν με το παραμικρό, πόσο μάλλον τώρα, έπειτα από το πρόσφατο γεγονός που είχε συμβεί στη ζωή του.
πήγε να τον βρίσει, αλλά συγκρατήθηκε. Δεν ήθελε να κάνει κακή εντύπωση στον Αλεξίου. Σκέφτηκε να του υπογράψει αυτό που ήθελε να τελειώνουν τέλος πάντων και να του αδειάζει τη γωνιά, όταν η έκρηξη σταμάτησε κάθε τους κίνηση, κάθε τους σκέψη, κάθε χρόνο. Σαν στοπ καρέ σε κινηματογραφική ταινία.Ο κρότος ήταν τρομερός.Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που κανένας δεν πρόλαβε καν να φωνάξει. τη μια στιγμή ήταν εκεί και την επομένη σ’ ένα εντελώς διαφορετικό μέρος. Πέντε τελείως διαφορετικοί άνθρωποι απ’ ό,τι ήταν κλάσματα του δευτερολέπτου πριν.
Δεν κατάλαβαν τίποτα. Εκκωφαντικός θόρυβος,
τράνταγμα και σκόνη. Τίποτε άλλο. Και μετά κραυγές, που όμως έρχονταν από μακριά. στο χώρο όπου αυτοί είχαν εγκλωβιστεί επικρατούσε και πάλι απόλυτη ησυχία.
Η Κατερίνα έτριψε τα μάτια της, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. σεισμός; Τι ήταν αυτό, παναγίτσα μου; αισθάνθηκε ότι πετάχτηκε από τη μια άκρη του δωματίου στην άλλη, και πράγματι πρέπει να πετάχτηκε, γιατί τώρα βρισκόταν στο πάτωμα
κι από πάνωτης η πολυθρόνα όπου καθόταν μέχρι πρότινος ο Αλεξίου. Κι αυτός πού ήταν; και οι άλλοι πού βρίσκονταν; Μα τι έγινε; ευτυχώς δεν ένιωθε να έχει χτυπήσει πουθενά.
Δεν έβλεπε τίποτα όμως. τα πάντα είχαν καλυφθεί από πυκνή, σαν ομίχλη, σκόνη. πήγε να φωνάξει, αλλά το μόνο που βγήκε από το λαιμό της ήταν ένας πνιχτός βήχας.
«Δεσποινίς; ποιος είναι εκεί; βοηθήστε με!»
η κατερίνα κατάφερε να διακρίνει τον Αλεξίου χωμένο κάτω από το σπασμένο γραφείο του διευθυντή. Πέταξε την πολυθρόνα από πάνω της και πήγε προς το μέρος του. Δεν ήταν δύσκολο να τον απεγκλωβίσει.
Ούτε αυτός φαινόταν να έχει χτυπήσει σοβαρά, μόνο κάτι γρατζουνιές είχε στο μέτωπο.
Όση ώρα η Κατερίνα πάλευε να μετακινήσει το σπασμένο γραφείο, προκειμένου να βοηθήσει τον Αλεξίου, έλεγε συνέχεια στον εαυτό της, από μέσα της: Δεν έχει συμβεί αυτό, ονειρεύομαι, δεν έχει συμβεί! Καμιά φορά
έβλεπε τέτοια όνειρα, όπου βρισκόταν εγκλωβισμένη σε μικρούς χώρους και δεν μπορούσε να αναπνεύσει, αλλά τότε ξυπνούσε. Αυτή τη φορά, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να βγει από αυτή την κατάσταση.
Της φαινόταν απίστευτο, δεν μπορεί να είχε συμβεί κάτι τέτοιο. πώς γκρεμίστηκε το κτίριο; Με ποιον τρόπο;
Ψαχούλεψε με τα χέρια γύρω της, προσπαθώντας να εντοπίσει τα συρτάρια του γραφείου. θυμόταν καλά ότι ο διευθυντής κρατούσε στο τρίτο από αυτά ένα μεγάλο φακό. Εντόπισε τη συρταριέρα, η οποία ευτυ-
χώς είχε πέσει προς τα κάτω και τα συρτάρια δεν είχαν ανοίξει. Κατάφερε να την αναποδογυρίσει και βρήκε το φακό.
Έριξε το δυνατό φως τριγύρω και δυσκολευόταν να αναγνωρίσει αυτό που έβλεπε. Γκρεμισμένοι τοίχοι, σοβάδες και σκόνη, παντού σκόνη. Ο χώρος είχε περιοριστεί σημαντικά, δε θύμιζε σε τίποτα το ευρύχωρο πολυτελές διευθυντικό γραφείο. από τη μια ήθελε να ουρλιάξει πολύ δυνατά, μήπως και ξυπνήσει από αυτό τον εφιάλτη, από την άλλη όμως η αγωνία και το ένστικτο της επιβίωσης την κρατούσαν ψύχραιμη και την οδηγούσαν στο να κάνει τις σωστές κινήσεις. Ήξερε ότι
έπρεπε να ψάξει να βρει τους υπόλοιπους και να βεβαιωθεί ότι ήταν όλοι καλά. Τότε άκουσε τη φωνή της Μαριλένας.
«Κατερίνα; Τι έγινε, Κατερίνα; Πού είμαστε, τι έγινε; Βοήθεια! Κατερίνα, είσαι εδώ;» γύρισε το φακό προς το μέρος της και την είδε να σηκώνεται και να τινάζει τα ρούχα της. από το χέρι της έτρεχε αίμα. Διέκρινε τον πανικό στο βλέμμα της κι εκείνη τη στιγμή ένιωσε την ανάγκη να προστατεύσει και να παρηγορήσει τη νεαρή κοπέλα. Έσπευσε κοντά της και την αγκάλιασε.
«Ηρέμησε, κορίτσι μου, εδώ είμαι. Κι ο κύριος Αλεξίου είναι εκεί, δεν έχει χτυπήσει… πολύ». Της έδειξε με το φακό.
Η Μαριλένα όσο έβλεπε τα συντρίμμια τριγύρω πανικοβαλλόταν όλο και περισσότερο. Άρχισε να τρέμει.
«Τι… Τι έγινε; Σεισμός; Πώς θα βγούμε από δω; Βοήθεια, Ανοίξτε μας, βοήθεια!»
Η Κατερίνα την έπιασε από τους ώμους και τη γύρισε προς το μέρος της. «Μαριλένα, ηρέμησε! Μη φωνάζεις, δεν ωφελεί, εισπνέεις τη σκόνη! Δεν ξέρω τι έγινε… κι εγώ αυτή την εντύπωση είχα στην αρχή. αλλά έγιναν όλα τόσο ξαφνικά, δεν μπορεί να ήταν σεισμός, θα το καταλαβαίναμε. Ηρέμησε, κορίτσι μου, σε πα-
ρακαλώ, μην κάνεις έτσι, θα μας βγάλουν. Κάτσε λίγΟ εδώ, να, εδώ, δίπλα στον κύριο Αλεξίου, να δω πού είναι ο διευθυντής».
Την άφησε δίπλα στον Αλεξίου, που φαινόταν να τα έχει κι αυτός το ίδιο χαμένα. Η Μαριλένα δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο άντρας εκείνη την ώρα σκεφτόταν πως ο εφιάλτης που έβλεπε τις τελευταίες νύχτες έβγαινε αληθινός. Η κοπέλα, αφού συνήλθε από το πρώτο σοκ, άρχισε να κλαίει. Η Κατερίνα δεν μπορούσε
όμως να ασχοληθεί άλλο μαζί της, γιατί έπρεπε να βρει το διευθυντή τους...
Έλληνες Συγγραφείς
Τα μονοπάτια του αγγέλου μου. Τα φιλντισένια μονοπάτια της ζωής μου
Τιμή: 17,60 15,84
ΑγοράΤα μονοπάτια του αγγέλου μου. Τα φιλντισένια μονοπάτια της ζωής μου
Τιμή: 17,60 15,84
Αγορά