ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

NEWSLETTER

Email

ΝΕΕΣ ΑΦΙΞΕΙΣ

ΝΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ

BEST SELLERS 2024

Bestsellers 2024...»
All time Bests...»

Φτερά από μετάξι

-10%

Λιανική τιμή: €9,90

Τιμή Bestseller: €8,91

Συγγραφέας: Τραυλού Πασχαλία

Εκδότης: Ψυχογιός

Κατηγορία: Έλληνες Συγγραφείς

ISBN: 9789604533251

Ημερομηνία έκδοσης: 18/02/2008

Αγορά
18/02

Περιγραφή

Έβγαινε εκείνη από το ασανσέρ πάνω στο αναπηρικό της καροτσάκι κι έμπαινε ο έρωτας μ' ένα τσιγάρο αναμμένο στα χείλη, θυμίζοντάς της αυτόματα μια αφίσα του Τζέιμς Ντιν που είχε κρεμασμένη αντίκρυ στο κρεβάτι της. Φαρδύ στέρνο σ' ένα κορμί λιγνό σαν μίσχος, ίδιο με χορευτή μπαλέτου, πουκάμισο λευκό, λινό, και δυο μάτια κάρβουνα, με βλέμμα που, όταν βυθίστηκε στη σμαραγδένια θάλασσα της ματιάς της, έκανε την κοπέλα να αναριγήσει.

Με κοίταξε σαν να είμαι ένα κορίτσι όπως όλα τα άλλα, σκεφτόταν, κι από εκείνη τη συνάντηση ένιωσε αυτό που χρόνια γύρευε έπειτα από το καταραμένο ατύχημα: να την κοιτάξει ένας άντρας απλώς ως γυναίκα, χωρίς ίχνος οίκτου στο βλέμμα του, και να κοιτάξει κι αυτή το μέλλον χωρίς να σκοντάφτει πάντα στο παρελθόν'

Μα πάνω που χάραζε, μια βροχή έσταξε το βαρύ της δάκρυ, λες και ήξερε κάτι σκληρό που το κορίτσι αγνοούσε. Ευτυχώς, ο φύλακας άγγελός της με τα φτερά από μετάξι ήταν εκεί... (Θ.Γ)

Σελ: 560

Απόσπασμα από το βιβλίο:

«Άργησες.Απόγευμα μου υποσχέθηκες πως θα 'ρθεις, και μας

πήρε η νύχτα κι απόψε».

«Έμπλεξα με τη δουλειά, μωρό μου, και ο καιρός…»Υπεκ-

φυγές και κομπιάσματα. Ενοχές…Το βλέμμα, καρφωμένο στο

πάτωμα.

«Θα φας;» τον ρώτησε η Θάλεια χωρίς να κινηθεί ούτε χι-

λιοστό μακριά απ' το τζάμι απ' όπου αγνάντευε τα ανεμοδαρ-

μένα δέντρα του κήπου. Μόνο τα χείλη της κινήθηκαν, αλλά

η φωνή, σαν να μην ήταν πια δική της^ σαν να μιλούσε μια άγνω-

στη με το δικό της στόμα.

«Έχω τσιμπήσει.Μόνο να ξαπλώσω θα ήθελα λίγο».

«Μα μου υποσχέθηκες βόλτα σήμερα», πήγε να βάλει τα

κλάματα η μικρή.

«Το ξέρω, μωρό μου, αλλά είμαι πολύ κουρασμένος, και η

βροχή έχει δυναμώσει. Εξάλλου η ομίχλη κάνει την οδήγηση

επικίνδυνη και…»

«Μου το υποσχέθηκες», στύλωσε τα πόδια η μικρή.

«Το υποσχέθηκες,Αλέξη, στο παιδί», μπήκε στη μέση με τα

χέρια σταυρωμένα η Θάλεια, παράταιρα νηφάλια, σαν κου-

ρασμένη από αιώνες προσμονής και προδοσίας.Ήρεμη ήταν.

Καινούργια, αλλιώτικη. Πού είχε πάει το αναποφάσιστο δει-

λό της ύφος;

«Μια βόλτα οι τρεις μας, μπαμπά», τον πλησίασε η κόρη του

πιασμένη από το χέρι με τη μητέρα της, με βήματα συντονισμέ-

να οι δυο τους, σαν μαινάδες.

«Οι τρεις μας, Αλέξη.Μια φορά.Έστω για τελευταία φο-

ρά», πρόσθεσε και ηΘάλεια σαν ηχώ, με μια φωνή βαθιά αλ-

ΦΤΕΡΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΞΙ 5

λά παράταιρα ήρεμη. Ρίγησε οΑλέξης στην επόμενη κουβέντα

της. «Απ' την αλήθεια, τίποτε πιο οδυνηρό και πιο λυτρωτικό δεν

υπάρχει!Τώρα το καταλαβαίνω», συμπλήρωσε, κι εκείνος ένιω-

σε την υποψία του να γίνεται βεβαιότητα.Κάτι ήξερε ηΘάλεια.

Ηφωνή της είχε αλλάξει χρώμα. Το κορμί της δεν ήταν πια κυρ-

τό και φοβισμένο. Τα χέρια της είχαν λυθεί και το τσιγάρο το

κρατούσε τώρα με ένα ίχνος χάρης, όπως παλιά. Και οι λέξεις

της είχαν μια σιγουριά που τον φόβιζε, λες κι εκτελούσε ένα

σχέδιο που κατέστρωνε χρόνια ολόκληρα. Τα μάτια της, που

είχαν αποκτήσει και πάλι το γνώριμο σμαραγδί χρώμα τους,

άστραφταν. Κάτι αδιόρατο σαν να τον κράτησε από το μανίκι.

«Μην πας πουθενά απόψε», σαν να του ψιθύρισε κάποιος στο

αυτί.Ναι.Σίγουρα η γνώση της αλήθειας είχε προκαλέσει αυτές

τις αλλαγές πάνω στη Θάλεια. Κι αυτό που ένιωθε ο Αλέξης,

φόβος ήταν, σίγουρα. Κάτι απάνω της απόψε είχε αλλάξει…

«Χάθηκαν οι μέρες; Άκουσα στο δελτίο καιρού ότι αύριο

θα έχει ξάστερη βραδιά. Αφήστε το για αύριο», έκανε την τε-

λευταία προσπάθεια ο άντρας να αποφύγει εκείνη τη βόλτα.

«Σήμερα», είπε με την καινούργια φωνή της ηΘάλεια, κα-

θώς τα μάτια της, αστραφτερά εκείνη τη νύχτα σαν λάμα μα-

χαιριού, βυθίστηκαν στη θέα της νύχτας έξω από το παράθυρο,

κλέβοντας θαρρείς κάτι απ' το σκοτάδι και προκαλώντας σκλη-

ρότερο φόβο στο σύζυγό της.

Κάτι είχε στο νου της απόψε. ∆εν του το έβγαζε κανείς από

το μυαλό.Αλλά τι να έκανε;Υπήρχαν και τα μάτια του παιδιού

του που τον ικέτευαν για μια βόλτα. Υπήρχε και η μοίρα, που

όταν βάλει κάποιον στο μάτι…

«Εντάξει. Ν' αλλάξω και έρχομαι», παραδόθηκε τελικά.

Ανέβηκε σιωπηλός στο δωμάτιό του.ΗΘάλεια ανέβηκε μα-

ζί του. Το παιδί έμεινε στο σαλόνι μόνο του με την τσάντα, με το

φάκελο, με την αλήθεια. Βεβαιώθηκε πρώτα ότι ο πατέρας του

κλειδώθηκε στο λουτρό και αφουγκράστηκε τηΘάλεια απ' την

άκρη της σκάλας ν' ανοίγει την ντουλάπα της και να αναδεύει

τις κρεμάστρες.Ένα ολόκληρο τέταρτο χρειαζόταν πάντοτε για

6 ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΤΡΑΥΛΟΥ

να προετοιμαστεί όποτε είχε κάποια έξοδο: ένα πεντάλεπτο

για να αποφασίσει τι θα φορέσει, άλλο ένα για να ντυθεί, και

το τελευταίο πεντάλεπτο της αρκούσε για να κρύψει τη θλίψη,

τις ρυτίδες, την όψη της απόγνωσης στο πρόσωπό της μ' ένα

επιμελημένο μακιγιάζ.

Πρόφταινε η μικρή. Τράβηξε με προσοχή το φάκελο από

την τσάντα. Ευτυχώς, δεν ήταν σφραγισμένος!Μόλις τον άνοι-

ξε, βρέθηκε αντιμέτωπη με το σύμπλεγμα δύο γυμνών κορμιών.

Το ένα ήταν του Αλέξη, το άλλο, μιας άγνωστης, όμορφης γυ-

ναίκας. Εις σάρκα μίαν ο Αλέξης με μια ξένη. Προδοσία…

Ένιωσε ότι εκείνη η προδοσία δεν αφορούσε μόνο τη μά-

να της. Ένιωσε και η ίδια ξεχασμένη, προδομένη, περιττή.

Ήταν και δική της η αγκαλιά του, που τη σφετεριζόταν μια ξέ-

νη.Άστεγη ένιωσε χωρίς την αποκλειστικότητα αυτής της αγκα-

λιάς. Σαν να μπήκε στο σπίτι της κι έπεσε πάνω σε κλέφτες^ ή,

ακόμη χειρότερα, σαν να την πέταξαν έξω απ' τη φωλιά της.

Συνάμα αισθάνθηκε μολυσμένη, διαπιστώνοντας ότι τόσο

καιρό κούρνιαζε σε μια αγκαλιά που ο Αλέξης την πρόσφερε

με ευκολία και σε άλλες, ενώ ηΘάλεια κι εκείνη έτρεφαν την

ψευδαίσθηση ότι ήταν οι μόνες ιδιοκτήτριες. Ξαφνικά ο κό-

σμος της ανατράπηκε. Η ζωή της όλη, ένα ψέμα! Η αγάπη

αποδείχτηκε για εκείνη ένα αφελές παραμύθι.

Σαν να την έπιασε κάποιος απ' το λαιμό ξαφνικά.Πνιγόταν.

Θέλησε να πλυθεί με νερό καυτό, να ζεματίσει τα φιλιά του πα-

τέρα που της τα έδινε τις νύχτες όταν γύριζε αργά, με χείλη που

είχαν αφήσει πρώτα τα αποτυπώματά τους σ' αυτήν η οποία εί-

χε μπει ανάμεσά τους^ ένα φιλί έδινε στο παιδί κι ένα στην κού-

κλα, τη γεροντοκόρη μέχρι εκείνο το απόγευμα. Θέλησε στην

αρχή να ρίξει την ευθύνη στην άγνωστη γυναίκα της φωτογρα-

φίας, να πειστεί ότι εκείνη τον είχε ξελογιάσει. ∆εν τα κατά-

φερε.Πίστευε ήδη από τα δώδεκά της ότι ο καθένας ορίζει τα

κλειδιά της ψυχής του και είναι υπεύθυνος για να μην πέφτουν

σε λάθος χέρια. Ο Αλέξης είχε την ευθύνη.

Τρεμούλα την έπιασε. Κάθισε στην άκρη του καναπέ να

ΦΤΕΡΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΞΙ 7

ηρεμήσει, γιατί τα πόδια της δεν τη βαστούσαν, έτσι όπως ο

θυμός και η απόγνωση τα έκαναν να πάλλονται σαν κλαράκια.

Ευτυχώς, είχε ακόμη πέντε λεπτά για να συνέλθει, να στα-

θεί, να καταφέρει να προσποιηθεί ότι δεν ξέρει τίποτε. Στρί-

μωξε κακήν κακώς τη φωτογραφία μες στην τσάντα ευθύς μό-

λις άκουσε βήματα στη σκάλα. Η Θάλεια, όπως κατέβαινε τη

σκάλα με το λευκό της ταγέρ, έμοιαζε με άγγελο.Και το μαντί-

λι της από οργαντίνα, έτσι όπως το έριχνε στουςώμους, σαν ζευ-

γάρι φτερών, αναδεύτηκε απ' τον αέρα του σαλονιού.

«Είσαι πολύ όμορφη σήμερα,Θάλεια», άκουσε η Ευδοξία

τη φωνή του πατέρα της να ξεστομίζει ένα από τα τυπικά κομ-

πλιμέντα που απηύθυνε στη γυναίκα του όταν ήταν άλλοι

μπροστά, κι έπειτα άκουσε ένα στεγνό «ευχαριστώ» από τα

χείλη της μητέρας, που δεν κατάφεραν καν να μισανοίξουν

σ' ένα χαμόγελο. Πώς να χαμογελούσε;Ήταν ήδη νεκρή…

17

Ημαύρη αστραφτερή ΒΜW γλίστρησε πάνω στη γλίτσα της

βροχής σαν να έκανε πατινάζ. Στο τιμόνι ο πατέρας, δίπλα η

μητέρα, να βάζει στο μαγνητόφωνο μια κασέτα του Σινάτρα

για να σπάσει η ενοχλητική σιωπή, στο πίσω κάθισμα το παιδί,

να ζωγραφίζει αστεράκια πάνω στο νοτισμένο τζάμι και να

ανασύρει ξανά και ξανά στη μνήμη του τη μοιραία φωτογρα-

φία, τον ασκό του Αιόλου που είχε πληγώσει ανεπανόρθωτα

την παιδικότητά του.

«Πάει να πιάσει πάγο. Αχ, βρε Θάλεια, βραδιάτικα! Χά-

θηκε ο κόσμος να πηγαίναμε βόλτα αύριο;» διαμαρτυρήθηκε

εκείνος ανυποψίαστος.

«Εμείς έχουμε πιάσει πάγο εδώ και καιρό. Ήρθε η ώρα της

αλήθειας», του απάντησε, κι εκείνος συνοφρυώθηκε.

«∆ε νομίζεις ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για άλλη μια

τέτοια συζήτηση;»

8 ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΤΡΑΥΛΟΥ

«∆εν υπάρχει πιο κατάλληλη», επέμεινε εκείνη κοφτά.

«Έχω κουραστεί αφάνταστα απ' τις επιθέσεις ζήλιας, κα-

λή μου. Να χαρείς… Όχι μπροστά στο παιδί. Μην καταστρέ-

φεις το γάμο μας».

«Ποιο γάμο μας; Εσύ καταστρέφεις αυτή την παρωδία που

ονομάζεις γάμο. Μόνο εσύ. Όσο για το παιδί, καιρός να μάθει

την αλήθεια για τον πατέρα του. Τέρμα η υποκρισία».

«Παραλογίζεσαι!» άρχισε να φωνάζει εκείνος.

«∆εν μπορείς να με βγάλεις τρελή για άλλη μια φορά, όσο

κι αν το θέλεις.Λυτρώθηκα,Αλέξη! Πόνεσα, αλλά πέρασα στην

άλλη όχθη επιτέλους. Σε μισώ! Είδα την αλήθεια με τα ίδια μου

τα μάτια και συνήλθα. Ξέρω πλέον ποιος είσαι. Κάποιος που

δεν αντέχει να πάρει μια απόφαση. Ένας δειλός, που βουλιά-

ζει μέσα στα λάθη του».

Ξεδίπλωσε από την τσάντα της εκείνη την ανυπόφορη αλή-

θεια του κίτρινου φακέλου.

Με την άκρη του ματιού του ο Αλέξης έριξε μια φοβισμένη

ματιά στη φωτογραφία.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε με σβησμένη φωνή.

«Η προδοσία σου, γλυκέ μου», του απάντησε ειρωνικά.

Τα χέρια του άρχισαν να κινούνται σπασμωδικά πάνω στο

τιμόνι. Μια ακατάσχετη τρεμούλα τον εμπόδισε μες στο μι-

σοσκόταδο να βρει το λεβιέ ταχυτήτων. Στα χείλη του ένα τσι-

γάρο αναβόσβηνε σαν φάρος. Πατούσε ασυναίσθητα το γκάζι

και το αυτοκίνητο έτρεχε στην άσφαλτο, αλλάζοντας διαρκώς

λωρίδες και κάνοντας επικίνδυνα ζιγκ ζαγκ. Ο δείκτης του

κοντέρ έδειχνε παγερή αδιαφορία προς τις υποδείξεις των πι-

νακίδων, και η Θάλεια αδιαφορούσε ομοίως για όλες τις υπο-

δείξεις της λογικής. Έχοντας επιδοθεί σ' ένα συναγωνισμό με

την παράνοια των στιγμών, ο δρόμος γλιστρούσε επικίνδυνα.

Το αυτοκίνητο δεν το οδηγούσε πια ο Αλέξης, αλλά ο πανικός

του. Η μοίρα του άντρα ολίσθαινε επικίνδυνα παρασύροντάς

τον εκείνη την άγρια νύχτα στη λύση ενός δράματος.

Η Θάλεια, ψύχραιμη, τον παρακολουθούσε. Σχεδόν απο-

ΦΤΕΡΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΞΙ 9

λάμβανε την ταραχή του. Μια φλέβα στον κρόταφό του παλ-

μογραφούσε την αγωνία του.

Τώρα; Μου είχε χτυπήσει η μάνα μου το καμπανάκι να προ-

σέχω. Αν μας εκβιάσει η Θάλεια; Αν διεκδικήσει το παιδί; Το

παιδί είναι η διάδοχος, η κληρονόμος. Ποιος την ακούει τώρα τη

μάνα μου; σκεφτόταν μες στη συντριβή του. Τη μάνα του σκε-

φτόταν μόνο, και την αλήθεια που έπρεπε να καταχωνιαστεί.

Ωστόσο, έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα που πρόφτασε να επι-

κεντρωθεί στον εαυτό του, κατέληξε σε σκέψεις εγωκεντρικές

που άφηναν απέξω τη Θάλεια και το παιδί. Τώρα το μαρτύριο

τελείωσε και η ζωή θα πάρει έναν ήρεμο δρόμο. Τέλος τα ψέμα-

τα, οι υποκρισίες, οι σιωπές. Ας πει και η μάνα μου ό,τι θέλει. Θα

ζήσω. Επιτέλους θα ελευθερωθώ!Ένιωσε να λυτρώνεται —ή

έτσι νόμισε προσώρας.

Τράβηξε τη μισοτελειωμένη γόπα απ' τα χείλη του και την

πέταξε με ορμή έξω από το παράθυρο. Πυγολαμπίδα το απο-

τσίγαρο, διέγραψε μια τροχιά ως τη χαράδρα που έχασκε απει-

λητικά στα δεξιά. Για λίγο τα μάτια ακολούθησαν το ταξίδι του,

ώσπου ο Αλέξης έσπασε τη σιωπή:

«Σου έχω ζητήσει άπειρες φορές να χωρίσουμε, Θάλεια.

Μη με κατηγορείς γι' αυτό».

«Μ' αγαπούσες, Αλέξη. Εξαιτίας σου κατέστρεψα τη σχέ-

ση μου με την αδελφή μου. Εξαιτίας σου απόμεινα ολομόναχη

σ' αυτό το καταραμένο σπίτι, και τώρα…» Έβαλε τα κλάμα-

τα, αλλά κατάφερε να συνεχίσει: «∆εν μπορώ και δε θέλω να

σε συγχωρέσω, όπως δε θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου που

εξαιτίας σου πλήγωσα την Ευτέρπη».

«Εσύ το θέλησες. Εσύ τα έκανες όλα ένα μπερδεμένο κου-

βάρι. ∆ικό σου είναι όλο το φταίξιμο, κι εγώ, το θύμα του εγωι-

σμού σου», η δική του νευρική, λυτρωτική απάντηση. Πόσα

χρόνια την κρατούσε μέσα του; Πόσο καιρό ένιωθε ισοβίτης

στη φυλακή της αγάπης της;

Γρίφοι πάλι. Ποιος ήταν το θύμα και ποιος ο θύτης; Το παιδί

στο πίσω κάθισμα φοβόταν. Όχι απ' την ταχύτητα, όχι απ' τις

10 ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΤΡΑΥΛΟΥ

φωνές. Το γρίφο φοβόταν. Ήταν θεατής του μεγάλου φινάλε

μιας σχέσης που τώρα πια εξελισσόταν σε πόλεμο κι αποδίδο-

νταν ευθύνες. ∆υο άνθρωποι που κάποτε πρέπει να αγαπήθη-

καν, βρίσκονταν στην άγονη όχθη του μίσους, της αδιαφορίας,

του τέλους. Αντίκρυ στα αποκα&δια μιας παλιάς ευτυχίας το

παιδί στεκόταν ανήμπορο. Ευτυχώς, οι γονείς του δεν ψιθύρι-

ζαν πια. ∆εν τους άντεχε τους ψιθύρους. Ωστόσο το δίδασκαν

τόσο πρόωρα πώς καταλήγουν κάποτε οι σχέσεις των ανθρώ-

πων. Έτσι άραγε γίνεται; Ένα τσιγάρο είναι η αγάπη που κά-

ποτε τελειώνει και πετούν αδιάφορα τη γόπα; Και τα παιδιά τι

απογίνονται; Άχρηστες στάχτες είναι, που σκορπίζουν στους

πέντε ανέμους;

«Θα χωρίσουμε, Θάλεια, είναι απλό. Θα πάρουμε ένα πο-

λιτισμένο διαζύγιο όπως τόσοι και τόσοι».

«∆ε θα πάρουμε κανένα διαζύγιο. Εμείς δε θα χωρίσουμε

ποτέ. Αυτό δε μου ορκιζόσουν την πρώτη μας νύχτα στο φως των

ματιών σου;»

«Ήμουν ερωτευμένος, κι εσύ με ξεγέλασες».

«Σ' αγαπούσα».

«∆εν είναι άλλοθι η αγάπη. Με ξεγέλασες», επανέλαβε.

«Μ' αγαπούσες. Εκείνη τη βραδιά που βρεθήκαμε… Θυ-

μήσου…»

«Εκείνη τη βραδιά δεν πλάγιασα με σένα. Το ξέρεις».

«Υπήρχαν αμέτρητες άλλες φορές, όμως, που πλάγιασες

μαζί μου. Που φώναζες το όνομά μου την ώρα που…»

«Κι άπειρες άλλες φορές, που δάγκωνα τα χείλη μου για

να συγκρατηθώ και να μην ξεστομίσω άλλο όνομα».

«Μόνο μια φορά έκανες λάθος επειδή είχες πιει».

«Κι εσύ εκμεταλλεύτηκες τη μέθη μου για να μου συγχω-

ρέσεις ένα τέτοιο λάθος;»

«Σ' αγαπούσα. Σ' αγαπάω, Αλέξη. Ακόμη και αν δεν αντέχω

αυτή την αγάπη». Έκλεισε το πρόσωπο στις χούφτες. Εθελο-

τυφλούσε χρόνια ολόκληρα. Το ήξερε. Τι να 'κανε όμως, που

και μόνο στη σκέψη της ζωής χωρίς εκείνον, κατέφθανε με το

ΦΤΕΡΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΞΙ 11

δρεπάνι του ο θάνατος και της θέριζε μονομιάς την ανάσα;

Έπρεπε η ψυχή να πεθαίνει πρώτη σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις,

όταν οι άνθρωποι πληγώνονται ανεπανόρθωτα και η ζωή γίνε-

ται μαρτύριο. Αυτό ήταν το συμπέρασμά της. Μα έλα που αλ-

λιώς τα έχει κανονισμένα ο Θεός… Κι έτσι η Θάλεια μάζευε

κουρελάκι κουρελάκι κάποια ψίχουλα τρυφερότητας, που από

την πλευρά του Αλέξη ήταν οίκτος, κι έφτιαχνε ένα παρήγορο

παραμύθι για να αντέχει να ζει. Ώσπου εκείνη η φωτογραφία

δεν την άφηνε πια να εθελοτυφλεί.

«Αναρωτήθηκες ποτέ μήπως το όνομα της Ευτέρπης το εί-

χα πει σκόπιμα για να σε πονέσω, για να σε διώξω;» τη ρώτη-

σε κυνικά.

«Είχες πιει», του απάντησε πάλι εκείνη, συνεχίζοντας να

επιστρατεύει όλα τα ψεύτικα ελαφρυντικά που είχε ανάγκη

να του δίνει για να τον συγχωρεί.

«Είσαι τρελή τελικά».

«Σ' αγαπώ. Μπορώ να κάνω τα πάντα για να μη σε χάσω.

Να γίνω τα πάντα. Ακόμη και Ευτέρπη. Ό,τι θες».

«∆εν είναι δικαιολογία η αγάπη, καλή μου. ∆ε σου δίνει το

δικαίωμα να αρπάζεις ό,τι δε σου ανήκει».

«∆εν είναι δικαιολογία να χρησιμοποιείς ένα αντίγραφο

επειδή δεν έχεις το πρωτότυπο, Αλέξη. Ακόμη κι εκείνη την

πρώτη νύχτα, αν ήθελες, θα είχες αποφύγει το λάθος. Έκλει-

σες τα μάτια και αφέθηκες, επειδή κι εσύ μια ψευδαίσθηση

είχες ανάγκη».

«∆εν ήξερα», αντέδρασε εκείνος.

«∆εν μπορεί να μην ήξερες».

«Είχα πιει. Γιατί θες να ξεχνάς βασικές λεπτομέρειες;»

«∆εν είναι λεπτομέρεια η αγάπη».

«∆εν αγαπούσα εσένα, Θάλεια. Κατάλαβέ το. Με την Ευ-

τέρπη πλάγιαζα όλα αυτά τα χρόνια. Εκείνη αγκάλιαζα, σε

εκείνη μιλούσα. Κι όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσες

με τίποτε να πάρεις τη θέση της, πράγμα εντελώς φυσικό, τε-

λείωσαν όλα. Όλα!∆ε θέλω τίποτε που να σας θυμίζει τώρα πια.

12 ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΤΡΑΥΛΟΥ

Με αρρωσταίνετε και οι δυο σας. Με τρελαίνετε. Θέλω πίσω

τον εαυτό μου! Κατάλαβέ με».

«Ψέματα λες», είπε κι έβαλε τα χέρια της στ' αυτιά.

«Τελείωσε, Θάλεια. Τώρα θέλω μια καινούργια αρχή. Σι-

χαίνομαι τα φαντάσματα. Σας βαρέθηκα και τις δύο».

«∆ε θα τελειώσει. ∆ε θα αφήσω να τελειώσει…»

«∆εν μπορείς να ελέγχεις τα πάντα στη ζωή μου».

«Μπορώ», είπε γελώντας νευρικά, με μια αλλόκοτη αστρα-

ποβολή στο βλέμμα.

«Μα τι λες επιτέλους; Ακούς τι λες; Σύνελθε!»Η φωνή του

έσταξε πανικό, θυμό, έγινε σύγκρυο και την έσφιξε. Κι έπειτα,

μέσα στον καθρέφτη φάνηκαν τα μάτια του να μεγαλώνουν,

να απλώνουν σαν δυο πετρελαιοκηλίδες μες στο νερό, να μο-

λύνουν το παρόν και το μέλλον.

«Ας προσπαθήσουμε πάλι. Για το παιδί. Σε παρακαλώ…»

μαλάκωσε τον τόνο της φωνής της η γυναίκα.

«Τελείωσε, καλή μου. Το παιδί θα καταλάβει. ∆εν περνάει

η ζωή μόνο με υποκρισία και υπομονή».

Σε τρίτο πρόσωπο μιλούσαν για το παιδί. Σαν να μη βρισκό-

ταν εκεί, στο πίσω κάθισμα, σαν να ήταν κλεισμένο ξανά έξω

απ' την τζαμόπορτα της σάλας, έξω απ' την αδιαπέραστη πόρτα

της σιωπής τους.

Η ομίχλη απλωνόταν σαν μελάνι στον ορίζοντα. Οι υαλοκα-

θαριστήρες δεν κατάφερναν να σβήσουν την πάχνη. Τα φώτα

πορείας αποδεικνύονταν ανεπαρκή και τα φώτα ομίχλης αδυ-

νατούσαν να διαπεράσουν τον παγετό που γινόταν ολοένα

και πιο επικίνδυνος. Ο Αλέξης μες στην ταραχή του δεν έκοβε

ταχύτητα, λες και είχε ξεχάσει μονομιάς τον Κώδικα Οδικής

Κυκλοφορίας. Όπως και στην κοινή ζωή τους. Ζούσαν χωρίς

τιμόνι, χωρίς κανόνες.

Ήταν ολομόναχοι σ' ένα δρόμο που έμοιαζε να διαπερνάει

σαν βέλος το στερέωμα και να τους οδηγεί στο άπειρο, περ-

νώντας μέσα από εκείνο το σημείο του ορίζοντα όπου έσμιγε

η θάλασσα και ο ουρανός. Ακούστηκαν κρωξίματα γλάρων

ΦΤΕΡΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΞΙ 13

την ίδια ώρα που ξέσπασε ο τελευταίος λυγμός της Θάλειας,

σαν ξυραφιά πάνω στο ρούχο της σιωπής.

«Εσύ φταις για όλα, Θάλεια. Μόνο εσύ!Κάτσε και σκέψου!»

Σαν σκηνή από εφιάλτη, η γυναίκα τού άρπαξε το τιμόνι

απ' τα χέρια. Ο πανικός των ανθρώπων διοχετεύτηκε στις ρόδες,

στο σκοτάδι, στην άσφαλτο. Η BMWάρχισε να διαγράφει οχτά-

ρια σαν μεθυσμένη πάνω στον γλιστερό δρόμο. Απ' τη βροχή

και την τρελή ταχύτητα τα λάστιχα δεν υπάκουαν πια στα φρέ-

να. Μάταια ο Αλέξης προσπάθησε να ανακτήσει την ψυχραιμία

του. Πρόσωπα και πράγματα, εκτός ελέγχου. Το αυτοκίνητο εί-

χε πλέον αλλάξει πορεία. Τους ταξίδευε προς ένα τέλος που από

στιγμή σε στιγμή θα το αντάμωναν σαν να είχαν μαζί του ρα-

ντεβού. Ξόρκι η φράση της Θάλειας που αντηχούσε ασταμά-

τητα στον ουρανό του αυτοκινήτου και διαχεόταν σαν χρησμός:

«Θα μείνουμε μαζί οι τρεις μας. Για πάντα… Για πάντα!»

Ο χρόνος στέρεψε. Ωστόσο το πεπρωμένο είχε γεμίσει το

δρόμο τους με θολές στροφές απ' την ομίχλη και τα δάκρυα.

«Ήξερα ότι θα με έβγαζες τρελή αν σου έλεγα οτιδήποτε.

Ήξερα καιρό, μα δε μιλούσα. Πρώτα η ασήκωτη σκιά της Ευ-

τέρπης στη σχέση μας^ τώρα, η γυναίκα της φωτογραφίας…»

«Πάλι δεν κατάλαβες».

«Να η φωτογραφία! Τρελή θα με βγάλεις;» ούρλιαζε εκείνη,

ενώ έκανε κομματάκια το αποδεικτικό στοιχείο της ενοχής

και τα πετούσε έξω από το παράθυρο, σαν να 'θελε να διαλα-

λήσουν την προδοσία. «Σε είδα με τα ίδια μου τα μάτια! Είσαι

ένας προδότης! Ένας…»

Λέξεις-στιλέτα που σημάδευαν το στόχο της καρδιάς. Κέ-

ντρο πετύχαιναν, κάνοντάς τους και τους δυο να σφαδάζουν.

Λέξεις θυμού, κι ένα όνομα που μπαινόβγαινε σαν κλέφτης

μες στην έντονη συζήτηση: «Ευτέρπη».Να την πάλι η Ευτέρπη.

Και δώσ' του δάκρυα, φωνές…

«Εσύ φταις, Θάλεια. Εσύ!»

Η Θάλεια πια, εκτός ορίων, σαν την πορεία του αυτοκινήτου^

εκτός λογικής, εκτός προσχημάτων. Στο διάολο τα προσχήμα-

14 ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΤΡΑΥΛΟΥ

τα εκείνη την ώρα! Επιτέλους, λίγη ελευθερία, να νιώσει κι

εκείνη τη γεύση της, τη μυρωδιά της…Για λίγα λεπτά. Όσο κρα-

τάει μια μοιραία παρόρμηση. Τον χτύπησε, τον έβρισε, έκλαψε,

ούρλιαξε. ∆ικαίωμά της ένιωθε όλη εκείνη την αντίδραση, έπει-

τα από τόση υποκρισία.

«Σταμάτα, Θάλεια! Οδηγώ! Θα σκοτωθούμε! ∆ώσε μου

χρόνο να σου εξηγήσω. Τα φαινόμενα απατούν».

«Ακόμη κι όταν είναι ολόγυμνα σ' ένα κρεβάτι;»

«Προσπάθησε έστω για μια στιγμή να καταλάβεις. Όταν

νιώθεις παγιδευμένος…»

«Ποιος σε παγίδεψε; Ποιος παγίδεψε ποιον σ' αυτή την

ιστορία;»

«Εσύ. Γι' αυτό σου λέω^ ηρέμησε. Τα φαινόμενα απατούν».

«Εσύ με απατάς, Αλέξη! Εσύ φταις!»

Ο Σινάτρα, λες και ήταν βαλτός, τραγουδούσε για κάποιους

“Strangers in the night”, ρίχνοντας λάδι στην ήδη εκτός ελέγχου

φωτιά του θυμού της Θάλειας. Το λόγο πήραν πλέον οι τροχοί

που γρύλισαν σαν αφηνιασμένο ζώο. Το τιμόνι έφερνε βόλτες

μόνο του κι αυτό, ξεφεύγοντας απ' τον έλεγχο.Φρένο και γκά-

ζι, σε απόλυτη διχόνοια εκείνη την ώρα. Ο Αλέξης, ανήμπορος

να εφαρμόσει κανόνες, να υποταχτεί σε όρια. Αναζήτησε το χει-

ρόφρενο^ δεν πρόφτασε. Η κεκτημένη ταχύτητα ήταν αρκετή

για τη βουτιά στο κενό. Στο κενό του τέλους, που έμελλε να εί-

ναι μια μοιραία καινούργια αρχή.

Το βλέμμα τους, απολογητικό, γύρεψε το βλέμμα του παι-

διού τους την ώρα που το αυτοκίνητο, ανεξέλεγκτο, καρφώθη-

κε σ' ένα κράσπεδο της λεωφόρου κι απόμεινε μετέω ρο πάνω

απ' το κενό. ∆ύο ζευγάρια μάτια συναιρέθηκαν σε ένα μεγάλο

βλέμμα, στοργικό σαν απαλή φασκιά. Σ' αυτή τη θέση πάγωσε

η ματιά τους. Τα βλέφαρα έπαψαν να κινούνται. Τα χείλη έπα-

ψαν να προφέρουν τις λέξεις που πονούσαν. Τα δάκρυα έγιναν

χαλαζόπετρες. Κυλούσαν σαν τα τελευταία λόγια μιας τραγω-

δίας και άφηναν σημάδια σε ό,τι άγγιζαν.

«Όλα… τέλειωσαν…»

«Όχι… Όχι όλα… ∆εν μπορεί… ∆εν πρέπει…»

Έλληνες Συγγραφείς

-10%
09/03

Πορφυρός κώδικας

Σακελλαρόπουλος Μένιος

Τιμή: 16,60  14,94

Αγορά
-10%
08/03

Δώδεκα ημέρες θύελλας

Ελένη Γαληνού

Τιμή: 17,70  15,93

Αγορά
-10%
23/02

Μίραμπελ

Καραμανλή Νατάσσα

Τιμή: 17,70  15,93

Αγορά
-10%
22/02

Τελευταίος πειρασμός

Καζαντζάκης Νίκος

Τιμή: 19,90  17,91

Αγορά
-10%
09/02

Η πρώτη λέξη

Αλεξάκης Βασίλης

Τιμή: 16,60  14,94

Αγορά
-10%
09/02

Με λένε Άννα

Τζιρίτα Μαρία

Τιμή: 17,70  15,93

Αγορά
-10%
08/02

Αναφορά στον Γκρέκο (χαρτόδετο)

Καζαντζάκης Νίκος

Τιμή: 19,90  17,91

Αγορά
-10%
13/12

Λεύκες

Κλεφτογιάννη Βίκυ

Τιμή: 9,90  8,91

Αγορά
-10%
13/12

Ο βασιλιάς και ο σοφός

Ζαρκαδάκης Γιώργος

Τιμή: 17,70  15,93

Αγορά
-10%
12/12

Brandy Sour. Μυθιστόρημα σε είκοσι δύο δωμάτια

Σωτηρίου Κωνσταντία

Τιμή: 9,90  8,91

Αγορά
-10%
12/12

Τα παιδιά της μεγάλης σιωπής

Παπαθανασοπούλου Μάιρα

Τιμή: 19,90  17,91

Αγορά
-10%
12/12

Τίτος Πατρίκιος - Mιαν άκρη της αλήθειας να σηκώσω

Αρχιμανδρίτης Γιώργος

Τιμή: 9,90  8,91

Αγορά
-10%
08/12

Βάλσαμο

π. Ανδρέας Κονάνος

Τιμή: 19,90  17,91

Αγορά
-10%
08/12

Γυναικεία υπόθεση 2 - Φίλια πυρά

Μαντά Λένα, Κλαίρη Θεοδώρου

Τιμή: 22,20  19,98

Αγορά
-10%
08/12

Με το βλέμμα στον ουρανό

Σιμόπουλος Διονύσης

Τιμή: 15,50  13,95

Αγορά
-10%
08/12

Μια νύχτα στο βιβλιοπωλείο

Κόντζογλου Μαίρη

Τιμή: 18,80  16,92

Αγορά
-10%
30/11

Αν ήταν όλα... αλλιώς

Παπαδάκη Αλκυόνη

Τιμή: 15,50  13,95

Αγορά
-10%
30/11

Βαρκάρισσα της χίμαιρας

Παπαδάκη Αλκυόνη

Τιμή: 16,60  14,94

Αγορά
-10%
30/11

Θα ξανάρθουν τα χελιδόνια

Παπαδάκη Αλκυόνη

Τιμή: 16,60  14,94

Αγορά
-10%
30/11

Οι κάργιες

Παπαδάκη Αλκυόνη

Τιμή: 13,30  11,97

Αγορά
-10%
30/11

Σ'ένα γύρισμα της ζωής

Παπαδάκη Αλκυόνη

Τιμή: 15,50  13,95

Αγορά
-10%
30/11

Στο ακρογιάλι της ουτοπίας

Παπαδάκη Αλκυόνη

Τιμή: 16,60  14,94

Αγορά
-10%
29/11

Πηλός και Αμαρτία

Στάικου Δήμητρα

Τιμή: 15,90  14,31

Αγορά
-10%
29/11

Πως να πείς μια ιστορία

Κοσμοπούλου Αγγελική

Τιμή: 14,80  13,32

Αγορά
-10%
28/11

Αταραξία

Κολλιάκου Δήμητρα

Τιμή: 12,90  11,61

Αγορά
-10%
28/11

Η Οδύσσεια που μας κρύβουν

Κουτσάκης Πολυχρόνης

Τιμή: 17,20  15,48

Αγορά