ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

NEWSLETTER

Email

ΝΕΕΣ ΑΦΙΞΕΙΣ

ΝΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ

BEST SELLERS 2024

Bestsellers 2024...»
All time Bests...»

Θεανώ, η λύκαινα της πόλης

-10%

Λιανική τιμή: €17,70

Τιμή Bestseller: €15,93

Συγγραφέας: Μαντά Λένα

Εκδότης: Ψυχογιός

Κατηγορία: Μαντά Λένα

ISBN: 9789604530224

Ημερομηνία έκδοσης: 12/05/2006

Αγορά
12/05

Περιγραφή

Οι λάμπες του πετρελαίου φώτιζαν το δωμάτιο δημιουργώντας σκιές στον μεγάλο χώρο με το τεράστιο διπλό κρεβάτι, το στολισμένο με κέντημα κοφτό γύρω γύρω και πάνω στον ουρανό. Η Δέσποινα αναστέναξε κι έγειρε πάλι

πίσω στα μαξιλάρια καταϊδρωμένη. Η Ουρανία, γυναίκα του κουνιάδου της, βιάστηκε να την ανακουφίσει, ακουμπώντας στο μέτωπό της μια πετσέτα μουσκεμένη σε κρύο νερό.

«Κάνε κουράγιο, κοκόνα μου», της είπε τρυφερά, «και όπου να 'ναι τελειώνει το βάσανο! Αύριο δε θα θυμάσαι τίποτα!»

«Δίκιο έχει!» συμφώνησε η μαμή, που, σκυμμένη στα κατωπόδαρα του κρεβατιού, παρακολουθούσε τον τοκετό. «Για την ώρα, μια χαρά πάνε όλα!»

«Πονάω...μουρμούρισε η Δέσποινα. «Πονάω πολύ... Η μέση

μου με φαίνεται που θα σπάσει!»

«Τελειώνουμε... Τώρα που θα 'ρτει ο μεγάλος πόνος, μην τον αποφύγεις!» διέταξε η μαμή. «Κατάπιε τον! Κατάπιε τον και σπρώξε να βγει και το παιδί!»

Με όσες δυνάμεις τής είχαν απομείνει, η Δέσποινα έκανε ό,τι της είπε η μαμή. Η Θεανώ, η πρωτότοκη κόρη της, ήρθε στον κόσμο λίγες ώρες μετά την είσοδο του νέου χρόνου. Είχαν

μαζευτεί όλοι για να γιορτάσουν την Πρωτοχρονιά, όταν τη Δέσποινα την έπιασαν οι πόνοι. Το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι έμεινε στη μέση, το σπίτι αναστατώθηκε, κλήθηκε εσπευσμένως η μαμή και άρχισε η διαδικασία του τοκετού, με τους δύο άντρες να περιμένουν στη σάλα ακούγοντας τις φωνές της Δέσποινας που κάποτε κάποτε ήταν σπαρακτικές.

Ο Ιωσήφ είχε παντρευτεί τη Δέσποινα σχεδόν πριν από δύο χρόνια κι έμεναν στο διώροφο πατρικό μαζί με τον αδελφό του

τον Θεόφιλο και τη γυναίκα του την Ουρανία.

Το σπίτι αυτό ήταν κληρονομιά από τον πατέρα τους. Μαζί με τέσσερα μαγαζιά κι ένα ακόμα σπίτι που το νοίκιαζαν σε

Τούρκους. Πλούσια ήταν η οικογένεια του Ιωσήφ και του Θεόφιλου, αλλά και τα δύο αδέλφια είχαν προκόψει με την αξία

τους. Ο Ιωσήφ είχε δικό του αυγουλάδικο στο Μπεγιαζίτ σοκάκι, ενώ δίπλα του ο Θεόφιλος είχε ανοίξει χασάπικο. Το σπίτι τους ήταν μόλις λίγα μέτρα παραπέρα.

Τόσο η Ουρανία, που παντρεύτηκε πρώτη, όσο και η Δέσποινα αργότερα, παρόλο που είχαν τη δική τους προίκα, θεωρήθηκαν πολύ τυχερές που παντρεύτηκαν τους αδελφούς Γιουμουρτατζή.

Μεγαλωμένες στο Τζιχανγκίρ, σε μια συνοικία που θεωρείτο αριστοκρατική, πάνω στα πρότυπα που όριζε η εποχή

και ο τόπος, ήταν φίλες προτού να γίνουν συννυφάδες. Τα σπίτια τους, της Δέσποινας στο πρώτο πάτωμα και της Ουρανίας

στο δεύτερο, είχαν την ίδια διαρρύθμιση και σχεδόν την ίδια διακόσμηση. Μεγάλη σάλα, μεγάλη τραπεζαρία, τρεις κρεβατοκάμαρες

και μια κουζίνα φορτωμένη κατσαρόλες, τηγάνια, ταψιά και όλα εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι δύο νοικοκυρές

για να τέρψουν την οικογένεια αλλά και τους εαυτούς τους.

Ευγενής η άμιλλα ανάμεσά τους στο ποια θα πετύχει καλύτερα τα φαγητά, αλλά κυρίως τα γλυκά. Αργότερα, η Θεανώ, θα θυμόταν τη μητέρα της, με ύφος δοκιμαστή του θρόνου, πριν σβήσει τη φωτιά, να στάζει μια σταγόνα από το σιρόπι του γλυκού

στο νύχι της και να το αφήνει να κυλήσει. Από αυτή τη σταγόνα εξαρτιόταν αν το συνοφρυωμένο ύφος θα έδινε τη θέση

του στο χαμόγελο της επιτυχίας. Έπρεπε να σταθεί σαν λαμπερό μαργαριτάρι πάνω στο νύχι, διαφορετικά, αν κυλούσε, σήμαινε

πως το γλυκό δεν είχε «δέσει» όπως έπρεπε. Και τότε η Δέσποινα φούντωνε τη φωτιά, φυσούσε και ξεφυσούσε πάνω

από αυτή, μέχρι να πετύχει το σωστό δέσιμο του γλυκού.

Πάνω από την πιατοθήκη αράδιαζε τα βάζα με όλα τα γλυκά.

Γιατί κάθε εποχή είχε το γλυκό της, που έπρεπε να γίνει. Τα ίδια έκανε και η Ουρανία. Μετά οι δυο τους δοκίμαζαν κι έκαναν κριτική η μία στο γλυκό της άλλης, πάντα με ευγένεια και

αγάπη. Σ' αυτήν τη μικρή κοινωνία ήρθε το ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς

η Θεανώ. Η θεία της βγήκε χαρούμενη από το δωμάτιο για ν' αναγγείλει το ευτυχές γεγονός στα δύο αδέλφια.

«Να μας ζήσει! Κοριτσάκι!» είπε και αγκάλιασε τον κουνιάδο

της, που ήταν συγκινημένος.

Τον Ιωσήφ δεν τον ένοιαξε που δεν είχε κάνει γιο. Ήθελε κορίτσι, για να βγάλει τ' όνομα της μάνας του, που την είχε χάσει

όταν ήταν παιδί. Εξάλλου, ο πατέρας τους είχε προλάβει ν' ακούσει τ' όνομα του από τον Θεόφιλο, που πέρσι τέτοια μέρα

είχε κάνει γιο. Τον Αργύρη, που κοιμόταν εδώ και ώρες στη διπλανή κάμαρα...

Λίγους μήνες μετά τη γέννηση του πρώτου αγοριού της οικογένειας,

είχε φύγει και ο πατέρας τους, από την καρδιά του... Η Θεανώ, όμως, δεν ήξερε τίποτα απ' όλα αυτά τότε. Μετά την

ταλαιπωρία της γέννας, κοιμόταν στη στολισμένη κούνια της,

αυτή που ώρες ατελείωτες έφτιαχνε η μάνα της κεντώντας και πλέκοντας δαντέλες, μέχρι που στο τέλος παραδέχτηκε και η

ίδια πως το είχε παρακάνει. Ούτε ήξερε πως είχε γεννηθεί στην πιο σπουδαία, στην πιο όμορφη πόλη του κόσμου, που ήταν γνωστή και απλά σαν... Πόλη αλλά είχε και άλλα ονόματα...

Βυζάντιο...Πρωτεύουσα Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Κωνσταντινούπολη... Το επίσημο όνομά της. Ισταμπούλ... Για τους Τούρκους, που προσπαθούσαν να ξεχάσουν ποια ήταν αυτή

η πόλη και τον τρόπο που την είχαν κατακτήσει, ενώ παράλληλα

δεν μπορούσαν να δεχτούν πως δε θα τους ανήκε ποτέ.

Όσο κι αν τη στόλισαν με μιναρέδες και τζαμιά, όσο κι αν προσπάθησαν να σβήσουν καθετί που να θυμίζει τη βυζαντινή

καταγωγή της, δεν μπόρεσαν να ξεριζώσουν την καρδιά της, που ήταν ελληνική και κτυπούσε στο ρυθμό που κτυπούσαν κάποτε

και τα σήμαντρα της Αγίας Σοφίας.

Είχε κι άλλο ένα όνομα αυτή η πόλη... Βασιλεύουσα... Και

ήταν... Γι' αυτό και την προσκύνησαν όλοι οι λαοί. Γιατί, όταν αντικρίζεις μια βασίλισσα, σκύβεις και προσκυνάς... Με όποιο

όνομα και να την καλέσεις πάντως, μία είναι η Πόλη... Μυστηριώδης και αναδυόμενη, μ' ένα πέπλο μεταξωτό να καλύπτει τη

γύμνια, αλλά και τις μυριάδες πληγές της. Τη λάβωσαν, τη μάτωσαν,

την πόνεσαν, αλλά εκείνη έπλενε τις πληγές της στις τρεις θάλασσες που τη χάιδευαν και σηκωνόταν πάλι. Στο ένα

της χέρι κρατούσε τη Δύση και το άλλο... το άλλο το φυλάκιζε η

Ανατολή. Καθισμένη, σαν σε θρόνο, στους επτά λόφους που ήταν κτισμένη, κοίταζε τα έθνη που ζούσαν στην αγκαλιά της.

Σ' αυτή την Πόλη, λοιπόν, τη μία και μοναδική, που όμοιά της ούτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει, γεννήθηκε η Θεανώ.

Η Δέσποινα, κατά τη συνήθεια, σαράντα μέρες δε βγήκε από το σπίτι, παρόλο που στις είκοσι μέρες πήρε μεσοσαραντισμό. Η Ουρανία, σαν έμπειρη μωρομάνα, στάθηκε δίπλα της πολύτιμη βοηθός και σύμβουλος. Η Θεανώ αποδείχτηκε σκληρό μωρό.

Δεν έκλαιγε σχεδόν ποτέ, αλλά υπήρξε απαιτητική όταν ερχόταν

η ώρα του φαγητού της. Όταν, χορτάτη και αλλαγμένη, την έβαζε η μάνα της στην κούνια, καθόταν ήσυχη και φρόνιμη,

ακόμα κι όταν δεν κοιμόταν.

Ο μικρός ξάδελφος, ο Αργύρης, ήταν το μόνο πλάσμα που φαινόταν να την ενδιαφέρει από την πρώτη στιγμή που μπόρεσε

να ξεχωρίσει πρόσωπα, αλλά κι εκείνος έδειχνε ξεχωριστή

αδυναμία στο μικρό πλασματάκι με τα ελάχιστα μαλλιά και τα

μεγάλα εκφραστικά μάτια.

Γιατί η Θεανώ είχε μοιάσει της μάνας της. Είχε λευκή επιδερμίδα,

σκούρα καστανά μαλλιά και μαύρα μάτια σαν ελιές. Αυτό

που ξεγελούσε ήταν τα χείλη της. Μικρά, στρογγυλά, έμοιαζαν

σαν φιογκάκι και νόμιζες πως είχες απέναντί σου κανένα κορίτσι

γλυκό και υπάκουο. Το αντίθετο ήταν η Θεανώ. Είχε άποψη

από μικρή, ήταν ξεροκέφαλη και αυταρχική και δε φυλούσε καθόλου

τα λόγια της.

«Σε ποιόνα έμοιασε αυτό το παιδί;» αναρωτιόταν η Δέσποινα

απελπισμένη πολλές φορές με το πείσμα της κόρης της.

«Στον εαυτό μου!» της απαντούσε η Θεανώ όταν μεγάλωσε

και την άκουγε να παραπονιέται.

Η μεγάλη αδυναμία της πρωτότοκης κόρης της ήταν πάντως

τα γλυκά. Παρόλο που η Δέσποινα τα έβαζε πάνω από την πιατοθήκη,

κατά έναν μυστήριο τρόπο, η Θεανώ, πάντα τα έφτανε

και τα ρήμαζε. Ειδικά το τριαντάφυλλο. Τα ροδοπέταλα που

κολυμπούσαν στο σιρόπι την τρέλαιναν. Και, για να μη φαίνεται

από μακριά το βάζο ν' αδειάζει, η μικρή κατεργάρα χρησιμοποιούσε

μια καρφίτσα για να τρώει μόνο το γλυκό, χωρίς να

πειράζει το σιρόπι.

Πρέπει να ήταν δέκα χρονών όταν έκανε τη μεγάλη ζημιά κι

έφαγε τόσο ξύλο από τη μητέρα της, που είχε λόξιγκα δυο μέρες

από το κλάμα. Ήταν Πέμπτη, και κάθε Πέμπτη η Δέσποινα

δεχόταν τις φίλες της. Έθιμο της εποχής, τότε που το τηλέφωνο

ήταν πολυτέλεια περιττή. Οι κυρίες είχαν μια συγκεκριμένη μέρα

που δήλωναν ότι το σπίτι τους ήταν ανοιχτό για φίλες και

συγγενείς κι είχαν έτσι διαμορφώσει το πρόγραμμά τους ώστε

να μην έχουν καμιά δουλειά στη μέση. Η Δέσποινα είχε ορίσει

την Πέμπτη από τότε που παντρεύτηκε κι εκείνη ειδικά τη μέρα

ήταν πολύ χαρούμενη. Χρόνια είχε να πετύχει έτσι το γλυκό το

τριαντάφυλλο και ήθελε να μπει στο μάτι εκείνης της Ιουλίας,

που κορδωνόταν για τα γλυκά της λες και άλλη καμιά δεν ήξερε

να κάνει γλυκό, και που τις ζάλιζε όλες κάθε Παρασκευή που

δεχόταν, με λεπτομέρειες για το πώς τα είχε φτιάξει, είτε τη ρωτούσες

είτε όχι!

Το σπίτι άστραφτε, όπως πάντα, εφτακάθαρο, στον μπουφέ

στραφτάλιζαν τ' ασημένια καντηλέρια της γιαγιάς της και η

κρυστάλλινη φοντανιέρα, δώρο του θείου Μωυσή στο γάμο της,

που τη θαύμαζε όλος ο κόσμος, τόση λεπτοδουλειά που είχε πάνω

της. Στο τραπέζι της τραπεζαρίας της είχε στρώσει το βυσσινί

βελούδινο τραπεζομάντιλο και από πάνω το καινούριο δαντελένιο

πετσετάκι που είχε μόλις την προηγουμένη μέρα τελειώσει

και της σώθηκε η ψυχή της μέχρι να το προλάβει για να το

έχει και κολλαρισμένο για τη σημερινή μέρα. Στο κέντρο του

τραπεζιού είχε στολίσει τη μεγάλη της την κρυστάλλινη φρουτιέρα,

φορτωμένη με φρούτα της εποχής.

Η Δέσποινα κοίταξε γύρω της ικανοποιημένη και χαμογέλασε.

Όμορφο που ήταν το σπίτι της! Ο Ιωσήφ έφυγε στην ώρα

του για το μαγαζί αφού πρώτα φίλησε τη γυναίκα του στα δύο

μάγουλα, όπως το συνήθιζε.

«Θέλεις να σε φέρω τίποτε όταν έρτω;» τη ρώτησε όπως πάντα.

«Τώρα που με το λες... πάρε κομματάκι ταρτάρ από τον μπαχαρατζή*,

γιατί θέλω αύριο να κάνω άσπρο γλυκό...του είπε η

Δέσποινα πριν τον αποχαιρετήσει και κάνει το σημείο του

σταυρού πίσω του.

Μετά ετοιμάστηκε και η ίδια για να υποδεχτεί τις γυναίκες.

Χτένισε τα μαλλιά της κι έσταξε λίγη κολόνια στο μαντίλι της.

Τσίτωσε τη φούστα της και φόρεσε τα χαμηλά της τα γοβάκια.

Τα παιδιά της, γιατί στο μεταξύ είχε κάνει και την Ελισσώ, ήταν

κι αυτά έτοιμα, αν και δε θα κάθονταν πολύ. Ένα ευγενικό

«καλησπέρα» θα έλεγαν και μετά έπρεπε να εξαφανιστούν στο

δωμάτιό τους. Τι δουλειά είχαν τα παιδιά με τους μεγάλους;

Ο κόσμος άρχισε να έρχεται στην ώρα του και όπως πάντα

πρώτη ήταν η Ουρανία, που θα τη βοηθούσε κιόλας στο σερβίρισμα.

Ήρθε η ώρα του γλυκού. Περήφανη, η Δέσποινα τοποθέτησε

το κρυστάλλινο μπολ στο κέντρο του δίσκου, πάνω στο

κοφτό πετσετάκι, τα ποτήρια με το δροσερό νερό και τα κουτάλια,

και βγήκε να σερβίρει. Και η κακιά η ώρα πρώτα να πάει

στην Ιουλία... ήταν ανάγκη; Παίρνει εκείνη το ασημένιο κουτάλι

και το βυθίζει. Κοιτάζει με απορία. Πουθενά ροδοπέταλο.

Ξαναβυθίζει το κουτάλι, αυτή τη φορά πιο βαθιά, πάλι τίποτα,

μόνο σιρόπι. Η Δέσποινα χλομιάζει.

«Μπρε κοκόνα μου, σιρόπι μόνο έφτιασες;» τη ρωτάει με

απορία. «Το τριαντάφυλλο πού είναι για;»

«Πα!...» κάνει η Δέσποινα και μετά πιο δυνατά: «Πα!... Μη

χειρότερα Παναΐα μου!»

Σιγή έπεσε στη σάλα. Η Δέσποινα μόνο που δεν έκλαιγε. Η

Ουρανία βρέθηκε κοντά της αμέσως.

«Μη στεναχωριέσαι, Δεσποινιώ μου!» της είπε ήρεμα.

«Μα πού πήγε το γλυκό, με λες; κι είχε πετύχει τόσο καλά

αυτή τη φορά!»

«Ε... πού πήγε, πού πήγε... Πάλι το ποντικάκι σου θα την

έκανε τη ζημιά, δεν το κατάλαβες;»

«Έχετε ποντίκια;» τσίριξε η Ιουλία και η Ουρανία νευρίασε.

«Άντε μπρε και συ! Που έχουμε ποντίκια! Για τη Θεανώ

λέω! Αυτή το κανόνισε το γλυκό! Πάλι με την καρφίτσα να ξέρεις

θα την έκανε τη βρομοδουλειά!»

Η ένοχος ομολόγησε αργότερα την πράξη της κι εισέπραξε

το ξύλο που της αναλογούσε κάτω από το βουρκωμένο βλέμμα

της αδελφής της, της Ελισσώς, που ήταν τότε πέντε χρονών και

λάτρευε τη μεγάλη αδελφή της.

Όταν γεννήθηκε η Ελισσώ, η Θεανώ ήταν πέντε χρονών και

καμία εντύπωση δεν της έκανε η γέννηση της μικρής. Όταν

αντίκρισε το μωρό, ρούφηξε τη μύτη της περιφρονητικά και ρώτησε

τον πατέρα της: «Και τώρα τι θα το κάνουμε αυτό;»

«Θα μεγαλώσει και θα παίζετε μαζί!» της απάντησε ο Ιωσήφ.

«Εγώ έχω τον Αργύρη», απάντησε η Θεανώ, «δε θέλω κανέναν

άλλο. Να τη δώσουμε στη Μουζαφέρ, που δεν έχει δικά της

παιδιά!»

Η Μουζαφέρ ήταν γειτόνισσά τους και το είχε καημό που

δεν έκανε παιδιά.

«Μη λες τέτοια πράγματα γιατί θα φας ξύλο!» την είπε ο πατέρας

της και η Θεανώ μαζεύτηκε.

Μαζεύτηκε, αλλά δεν άλλαξε ποτέ άποψη για τη μικρότερη

αδελφή της. Τη θεωρούσε περιττό βάρος, ανόητη και γενικά

δεν της έδινε μεγάλη σημασία. Αντίθετα, η ίδια η Ελισσώ λάτρεψε

τη μεγάλη της αδελφή, θεωρούσε ότι μόνο η Θεανώ ήξερε,

μόνο η Θεανώ μπορούσε τα πάντα. Την ακολουθούσε σαν

πιστό σκυλί, έκανε ό,τι της έλεγε, ο λόγος της Θεανώς ήταν νόμος…

αμέσως μετά το λόγο του πατέρα φυσικά-

Ο Ιωσήφ δεν ήταν ποτέ τρυφερός πατέρας, όπως δεν υπήρξε

και τρυφερός ως σύζυγος. Τυπικός ναι, καλός οικογενειάρχης

σίγουρα, αλλά αυστηρός και λιγάκι μονόχνοτος, αντίθετα με τη

Δέσποινα, που ήταν πολύ κοινωνική και πάντα γελαστή. Σε κείνη

οφειλόταν το γεγονός ότι το σπίτι τους είχε σχεδόν πάντα κόσμο.

Σχεδόν μια φορά το μήνα, θα είχαν βεγγέρα, και τα παιδιά λάτρευαν αυτά τα βράδια. Έρχονταν κυρίες με όμορφα ρούχα και

ακουγόταν μουσική, και γέλια, και φωνές. Στη σάλα χόρευαν

βαλς και ταγκό- Χόρευαν- Όλοι εκτός από τον Ιωσήφ και τη

Δέσποινα. Ο Ιωσήφ δεν ήξερε να χορεύει και η Δέσποινα... Τη

Δέσποινα, δεν την άφηνε ο Ιωσήφ...Είχε σαφείς οδηγίες από τον

άντρα της και δεν τόλμησε ποτέ να τις παραβεί.

«Αν σε πει κανένας να χορέψετε, θα πεις που δεν ξέρεις!»

την είχε διατάξει κι εκείνη είχε συμμορφωθεί...

Γιατί ο Ιωσήφ ζήλευε πολύ τη γυναίκα του. Ούτε σε συγγενή

δεν είχε εμπιστοσύνη, πολύ δε περισσότερο σε φίλο. Η Δέσποινα

δεν πήγε ποτέ ενάντια στη θέληση του άντρα της σε ολόκληρη

τη ζωή της έστω κι αν υπέφερε πολλές φορές με τις υπερβολές

του. Στις βεγγέρες, έκανε την πολυάσχολη, κρατούσε κάτω

από το τραπέζι το ρυθμό με το πόδι, αλλά ποτέ δε χόρεψε, κι ας

λαχταρούσε η ψυχή της ένα ταγκό... Μόνο όταν ο Ιωσήφ προσπάθησε

να της επιβάλει αυτό που κάποτε είχε κάνει ο πατέρας

του στη μάνα του, τότε κόντεψαν να φτάσουν στα άκρα, κι αν

δεν ήταν η Ουρανία και ο Θεόφιλος, τα πράγματα θα είχαν πάρει

άσχημο δρόμο...

Όταν παντρεύτηκαν, ύστερα από λίγους μήνες, ο Ιωσήφ άρχισε

να κάνει παρατηρήσεις στη Δέσποινα ότι έβγαινε πολύ.

«Μα να μην πάω να ψωνίσω, άντρα μου;» τον ρώτησε μια

μέρα η Δέσποινα μετά την παρατήρηση.

«Δε μίλησα για τα ψώνια!» της απάντησε απότομα εκείνος.

«Ε, τότε, για τι μιλάς;»

«Εσύ δεν πας μόνο για ψώνια! Πότε στη μάνα σου θα είσαι,

πότε στις φιληνάδες σου... πού θα πάει αυτό;»

«Μα τι λες, Ιωσήφ; Οι φιληνάδες μου έχουν τις μέρες που

δέχονται και τότε πηγαίνω, όπως έρχονται και αυτές σε μένα!

Αν δεν πάω, δε θα ξανάρθουν!»

«Και τι τα θέλεις αυτά τα πηγαινέλα; Καλά δεν είμαστε μόνοι

μας;»

«Όχι, δεν είμαστε καλά! Ο άνθρωπος δεν είναι για να μένει

μόνος του, Ιωσήφ!»

«Ναι, αλλά και μένα δε μ' αρέσουν αυτά τα σούρτα»φέρτα

με τη μία και με την άλλη!»

«Μα τι λες τώρα; Όλες τις ξέρεις! Σε μια γειτονιά μεγάλωσα

με τις κοπέλες!»

«Και οι άντρες τους;»

«Με τους άντρες τους δεν κάνεις εσύ παρέα; Και ύστερα...

τι δουλειά έχουν οι άντρες στ' απογευματινά μας; Οι άντρες είναι

στις δουλειές τους, όπως κι εσύ!»

Η μία κουβέντα έφερε την άλλη. Ξέσπασε καβγάς. Στο τέλος

ο Ιωσήφ έβαλε στην άκρη την κουβέντα και άρχισε τις διαταγές.

«Δε θα ξαναβγείς», «Δε θα ξαναμιλήσεις με τη μία», «Δε

θα ξαναπάς στην άλλη».

Η Δέσποινα θύμωσε πολύ, αλλά αρρώστησε στην κυριολεξία

όταν ο Ιωσήφ έκανε το αδιανόητο. Πήρε μια κιμωλία και

σημάδεψε τις σόλες όλων των παπουτσιών της.

«Τώρα θα ξέρω ότι δε θα πας πουθενά όσο λείπω!» της είπε.

Η Δέσποινα από τη στεναχώρια της ανέβασε πυρετό. Σε κανέναν

δε μιλούσε, κλείστηκε στο σπίτι της. Το γέλιο χάθηκε από

τα χείλη της. Η Ουρανία απόρησε, μα ούτε και σε κείνη έβγαλε

άχνα τον πρώτο καιρό. Όταν η Δέσποινα ανέβαλε δύο συνεχόμενες

Πέμπτες τ' απογευματινό της χωρίς συγκεκριμένο λόγο,

τότε η Ουρανία περίμενε να φύγει ο Ιωσήφ και κατέβηκε στο

σπίτι της συννυφάδας της αποφασισμένη να μάθει τι έτρεχε.

«Και δε θα φύγω», της είπε, «αν δε με πεις τι γένεται εδώ μέσα!

Και να το ξέρεις πως δεν το κάνω από περιέργεια αλλά από

ενδιαφέρον και αγάπη! Εμείς είμαστε... πες αδελφές! Τι στάθηκε

και άλλαξες τόσο πολύ, Δέσποινα; Μην είσαι άρρωστη

και με το κρύβεις;»

Η Δέσποινα άνοιξε το στόμα της για ν' αρνηθεί, αλλά αντί να

μιλήσει την έπιασαν τα κλάματα. Η Ουρανία την αγκάλιασε και

την άφησε να ξεσπάσει. Όταν κόπασαν οι λυγμοί, η Δέσποινα

κοίταξε στα μάτια τη συννυφάδα της και της εξήγησε με τρεμάμενη

φωνή τα όσα είχε διατάξει ο άντρας της. Της έδειξε και τα σημαδεμένα

με κιμωλία παπούτσια. Η Ουρανία τα είχε χαμένα. Τα

μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα, δεν ήξερε τι να πει και πώς να

παρηγορήσει τη γυναίκα απέναντί της που πάλι έκλαιγε με πικρό

παράπονο. Το βράδυ όμως, όταν γύρισε ο Θεόφιλος, τον κάθισε

κάτω και του εξιστόρησε τα καμώματα του αδελφού του.

«Και γω τι να κάμω τώρα;» τη ρώτησε εκείνος, έχοντάς τα

χαμένα

«Να τον πιάσεις να του μιλήσεις! Αδελφός του είσαι!»

«Μα γένεται τώρα ν' ανακατευτώ μέσα στο ζευγάρι; Πού

ακούστηκε αυτό;»

«Και θα είναι καλύτερο ν' ακουστεί που ο αδελφός σου χώρισε;

Γιατί σε το λέω και να διεις που θα βγω αληθινή, η Δέσποινα

δε θ' αντέξει πολύ! Θα τα πει στους δικούς της και θα

την πάρουν πίσω!»

«Λες να πάθουμε τέτοιο ρεζίλεμα; Λες οι συμπέθεροι να την

πάρουν;»

«Όχι που θ' αφήσουν τη μονάκριβή τους να μαραζώσει στα

χέρια του Ιωσήφ!»

«Μα πώς έκανε τέτοιο πράγμα ο αφιλότιμος;»

«Η ζήλια είναι κακός σύμβουλος, άντρα μου... και ο Ιωσήφ

τη ζηλεύει τη Δέσποινα!»

«Ναι... άμα δεν είπαμε κι έτσι!»

«Αυτά τα πράγματα δεν έχουν μέση λύση, Θεόφιλε! Ή ζηλεύεις

και κάμεις ακρότητες ή έχεις τα μυαλά στο κεφάλι και δε

βγάζεις πατιρντί στα καλά του καθουμένου!

Κανένας δεν έμαθε ποτέ τι ειπώθηκε ανάμεσα στα δύο αδέλφια.

Ούτε καν ο Ιχσάν, ο νεαρός Τούρκος, που δούλευε στο μαγαζί

του Ιωσήφ. Γιατί ο Θεόφιλος πήγε και βρήκε τον αδελφό του

στο αυγουλάδικο, την άλλη κιόλας μέρα. Έδιωξαν τον Ιχσάν με

μια δικαιολογία κι έμειναν οι δυο τους. Πάντως ό,τι κι αν ειπώθηκε

ήταν αρκετό για ν' αλλάξει γνώμη ο Ιωσήφ.Το μεσημέρι που

πήγε σπίτι του για φαγητό, χωρίς να πει κουβέντα στη γυναίκα

του, πήρε ένα πανί και σκούπισε τις κιμωλίες από τα παπούτσια

της. Η Δέσποινα κατάλαβε και γέλασε ολόκληρη. Ούτε και κείνη

μίλησε, αλλά όλη της η ψυχή φάνηκε στα μάτια της με τέτοιο τρόπο,

που και μια αμφιβολία να είχε ο Ιωσήφ ότι έκανε το σωστό,

διαλύθηκε, όπως διαλύθηκαν και τα νέφη από το γάμο τους.

Όχι ότι άλλαξε τίποτε άλλο, αλλά με όλα τα άλλα η Δέσποινα,

μπορούσε να ζήσει.

Τον αγαπούσε τον άντρα της και η αλήθεια είναι ότι δεν είχε

μεγάλα παράπονα.

Όταν έκαναν και τη Θεανώ, η Δέσποινα πια ήταν πραγματικά

ευτυχισμένη.

Τα καλοκαίρια οι δύο οικογένειες, παραθέριζαν στην Αντιγόνη,

το όμορφο Πριγκιποννήσι, σ' ένα δίπατο σπίτι κοντά στο

λιμάνι. Οι γυναίκες και τα παιδιά δηλαδή. Οι άντρες έφευγαν

το πρωί, κρατώντας το «σεφερτάσι» με το μεσημεριανό φαγητό

τους, και γύριζαν το βράδυ με το καραβάκι. Στο λιμάνι τούς περίμενε

η οικογένεια και κείνοι πάντα κάτι κρατούσαν για τα

παιδιά. Πότε κανένα ζαχαρωτό, πότε κανένα γλυκό, πότε πότε

και μια πλάκα σοκολάτας. Μετά το βραδινό φαγητό, ο Θεόφιλος,

που αγαπούσε το τραγούδι κι είχε καλή φωνή, άρχιζε να

τραγουδά, ενώ οι δυο γυναίκες σιγοντάριζαν.

Ευτυχισμένα χρόνια

Η Θεανώ λάτρευε τις διακοπές και δεν ήθελε να τελειώσουν.

Η Ελισσώ ήταν μικρή, δεν μπορούσε να συμμετέχει σε τίποτα,

ενώ εκείνη ακολουθούσε τον Αργύρη στα παιχνίδια, που

καμιά φορά αγρίευαν τόσο, που πότε σακατευόταν ένα γόνατο,

πότε γδερνόταν ένα χέρι, αλλά πάντα, και οπωσδήποτε, το

πρώτο θύμα, ήταν το χτένισμα και οι κορδέλες στα μαλλιά, που

χάνονταν μυστηριωδώς... Η Θεανώ μισούσε με πάθος τις κοτσίδες

της και κυρίως τους μεγάλους φιόγκους με τους οποίους

ήταν δεμένες αυτές οι κοτσίδες. Εκείνη ήθελε να τρέχει ελεύθερη

κι ελεύθερα να χύνονται και τα μαλλιά στους ώμους της,

αλλά η Δέσποινα είχε πολύ ισχυρές απόψεις για το πώς πρέπει

να είναι χτενισμένο ένα κοριτσάκι πέντε χρονών. Το χτένισμα

όμως που έφερνε στην κυριολεξία δάκρυα στα μάτια της Θεανώς

ήταν εκείνο με την τεράστια μπούκλα στην κορφή του κεφαλιού

που της έφτιαχνε η μητέρα της σε κάθε γιορτή και που

συνέχιζε να της το φτιάχνει μέχρι που η Θεανώ έγινε δώδεκα

χρονών. Τότε ήταν που διαμαρτυρήθηκε έντονα πια.

«Αμάν πια, καλέ μητέρα! Σαν ντολμάς είναι αυτό το πράγμα

πάνω στο κεφάλι μου!» της είπε μια μέρα. «Ως πότε θα με βασανίζετε

μ' αυτό;»

«Και πώς θέλεις να σε χτενίσω, κυρία μου; Δε βλέπεις τ' άλλα

κοριτσάκια;»

«Μα ακριβώς επειδή βλέπω πόσο γελοία είναι εκείνα, ξέρω

πως έτσι γελοία είμαι κι εγώ!»

«Μπρε συ, τρελάθηκες; Τι κάθεσαι και με λες, παιδί πράγμα;»

«Και επειδή είμαι παιδί, δεν μπορώ να ξέρω τι μου αρέσει

και τι όχι; Ε, αυτό το χτένισμα που με κάνετε δε μ' αρέσει!»

Ούτε και το φούσκο που της άστραψε η μάνα της της άρεσε,

αλλά έπειτα από αυτό η Θεανώ πρόσεξε πως το αντιπαθητικό

χτένισμα εξορίστηκε μια και διά παντός από το κεφάλι της. Χαλάλι

το μάγουλο για τέτοια δουλειά

Το σχολείο ήταν η μεγάλη αγάπη της Θεανώς. Τα έπαιρνε πολύ

τα γράμματα, όλοι οι δάσκαλοί της, είχαν να κάνουν με την

επιμέλειά της, αλλά και με τη ζαβολιά της. Καινά δαιμόνια

σκορπίζονταν όπου βρισκόταν και η Θεανώ Μια μέρα, ήρθε

στο σχολείο ένα καινούριο κορίτσι. Η δασκάλα την παρουσίασε

στην τάξη, τους είπε πως την έλεγαν Ιωάννα και πως είχε έρθει

με τους γονείς της από το Καράκιοϊ. Η Ιωάννα δεν άνοιγε ποτέ

το στόμα της, παρά μόνο αν τη ρωτούσε κάτι η δασκάλα, αλλά

ακόμα και τότε, με πολύ κόπο την άκουγαν, τόσο χαμηλόφωνα

που μιλούσε. Στα διαλείμματα βεβαίως ούτε μιλιά. Τ' άλλα παιδιά

πήγαιναν κοντά της, της πρότειναν να παίξει μαζί τους, αλλά

η Ιωάννα απαντούσε μόνο κουνώντας αρνητικά το κεφάλι κι

επέμενε να κάθεται φρόνιμα σ' ένα από τα παγκάκια που είχε το

προαύλιο. Η Θεανώ εξοργίστηκε μαζί της.

«Ποια νομίζει πως είναι;» έλεγε και ξανάλεγε στη φίλη της

τη Βαρβάρα, που καθόταν μαζί της στο θρανίο.

«Και σένα τι σε μέλει, σαν δε μιλάει αυτή;» της απαντούσε η

Βαρβάρα, αλλά η Θεανώ δεν το δεχόταν.

Τα υπόλοιπα παιδιά, όταν κατάλαβαν ότι η Ιωάννα δεν αντιδρούσε

σε τίποτε, άρχισαν τα πειράγματα. Πότε της τραβούσαν

τις κοτσίδες, πότε την έσπρωχναν, πότε της έλυναν τους φιόγκους,

αλλά η Ιωάννα συνέχιζε να κάθεται σαν άγαλμα, χωρίς καν να

προσπαθεί ν' αποφύγει τους μικρούς βασανιστές της. Ακόμα και

όταν κάποιο αγοράκι την έσπρωξε τόσο δυνατά που έπεσε από το

παγκάκι, η Ιωάννα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, σηκώθηκε, τίναξε

τα ρούχα της και ξανακάθισε αμίλητη.Τότε ήταν που η Θεανώ

όρμησε ασυγκράτητη πάνω της. Την άρπαξε από το λαιμό και

την έσφιξε με όλη της τη δύναμη. Η Ιωάννα έβαλε τις φωνές, τόσο

δυνατά, που μαζεύτηκε όλο το σχολείο.

«Α, ώστε τώρα μιλάς!» της είπε ικανοποιημένη η Θεανώ και

την άφησε.

Δεν ήταν όμως καθόλου ικανοποιημένος ο διευθυντής, που

τιμώρησε τη Θεανώ, κλείνοντάς τη στην αποθήκη για δύο ολόκληρες

ώρες. Μαζί τιμωρήθηκε εντελώς άδικα και η Βαρβάρα

ως συνεργός. Στο μαύρο σκοτάδι της αποθήκης, η Βαρβάρα

έσπασε κι έβαλε τα κλάματα. Εκτός από τους χάρτες, υπήρχε

εκεί κι ένας σκελετός που έκαναν μάθημα τα παιδιά της Εβδόμης

και της Ογδόης και αγριεύτηκε πάρα πολύ. Η Θεανώ όμως,

που κατάλαβε ότι τις παρακολουθούσαν από την κλειδαρότρυπα

για να δουν τι θα κάνουν, δεν το έβαλε κάτω.

«Σους, μπρε!» της έλεγε συνεχώς. «Μην κλαις, μπρε! Απ'

έξω είναι και μας βλέπουν!»

«Ναι, αλλά εγώ φοβάμαι!» έκλαιγε απαρηγόρητο το κοριτσάκι.

«Τι φοβάσαι, μπρε απτάλα ; Το σκελετό; Ψεύτικος είναι!

Θέλεις να σε δουν οι έξω και να σε λυπηθούν;»

«Άμα είναι να με βγάλουν, να κλαίω πιο δυνατά!»

«Αχ, καημένη Βαρβάρα, καθόλου ινάτι δεν έχεις;»

Όχι, δεν είχε Μόνο η Θεανώ είχε. Και πολύ εγωισμό. Κανένας

δε θα την έλεγε ποτέ δειλή. Βγήκε από την τιμωρία, μετά

από δύο ώρες, με το κεφάλι ψηλά, αδάκρυτη και αμετανόητη,

δίπλα σε μια Βαρβάρα που είχε σχεδόν καταρρεύσει και που

ζητούσε συγνώμη απ' όλους. Κάλεσαν και τον πατέρα της στο

σχολείο, αλλά εκείνος δεν τη μάλωσε, παρόλο που η Θεανώ το

φοβήθηκε... Γιατί μόνο τον πατέρα της φοβόταν εκείνη και ας

μην της είχε αγγίξει ποτέ, ούτε τρίχα. Και μόνο το βλέμμα του

ήταν ικανό να την κάνει να τρέμει σαν το ψάρι. Αλλά, πράγμα

περίεργο, εκείνη τη φορά ο πατέρας της δεν πείστηκε για το

σφάλμα της κόρης του...

Ίσως γιατί η λογική του του είπε πως η συμπεριφορά της Ιωάννας

προκάλεσε την αντίδραση της Θεανώς... ίσως γιατί κι εκείνος

να έκανε το ίδιο πάνω στα νεύρα του...ίσως ακόμη και για τί καμάρωνε που η πρωτότοκή του, είχε τόσο δυναμισμό μέσα

της... Πάντως η Δέσποινα δεν καμάρωσε καθόλου, και όταν

έμαθε τα καθέκαστα, φιλοδώρησε την κόρη της μ' ένα γερό χέρι

ξύλο και της απέσπασε την υπόσχεση ότι δε θ' αγγίξει ποτέ

ξανά κανένα παιδάκι.

Υπόσχεση που μια βδομάδα μετά ξεχάστηκε, γιατί η Θεανώ

έσπασε τα δόντια ενός συμμαθητή της που είχε την αφέλεια να

την πειράξει με αφορμή ένα από τ' αποτρόπαια χτενίσματα της

μητέρας της. Η Θεανώ, που ήδη είχε νεύρα για τα μαλλιά της, μόλις

άκουσε το αγοράκι να της κάνει καζούρα, στράφηκε εναντίον

του. Ήταν όμως μεγαλόσωμος και κατάλαβε πώς δε θα τα έβγαζε

πέρα μαζί του. Στάθηκε λοιπόν γερά στα πόδια της και αφού στριφογύρισε

με δύναμη τη φορτωμένη βιβλία τσάντα της, την έστειλε

να προσγειωθεί στο πρόσωπο του συμμαθητή της, σπάζοντάς του

τα δύο μπροστινά δόντια. Πάλι η Θεανώ βρέθηκε κατηγορούμενη

στο γραφείο του διευθυντή και την άλλη μέρα πήγε η μητέρα

της... Βγήκε από το μεγάλο γραφείο συνοφρυωμένη, άρπαξε τη

Θεανώ από το μπράτσο και σέρνοντας σχεδόν την πήγε σπίτι.

Ενόσω τις έτρωγε, γινόταν και η απολογία της ενόχου.

«Δεν τον άγγιξα, μητέρα, σας τ' ορκίζομαι!» της φώναξε κάποια

στιγμή και η Δέσποινα έμεινε μετέωρη.

«Μπρε, εμένα πας να κοροϊδέψεις; Χαρτί και καλαμάρι με τα

είπε ο διευθυντής σου! Δύο δόντια του έσπασες του παιδιού!»

«Μα ήδη του κουνιόντουσαν αυτά τα δόντια! Δε φταίω εγώ!»

«Θεανώ, πρόσεξε καλά γιατί από μένα δε γλιτώνεις! Την

προηγούμενη φορά δε με ορκίστηκες πως δε θα αγγίξεις ξανά

κανένα παιδάκι;»

«Μα δεν τον άγγιξα, καλέ μητέρα!»

«Και τα δόντια μόνα τους έφυγαν;»

«Όχι, με την τσάντα! Αλλά εγώ μια φορά, χέρι δεν άπλωσα

πάνω του, τ' ορκίζομαι!»

Η Δέσποινα έμεινε για μια στιγμή να μην ξέρει τι να κάνει,

αλλά γρήγορα ξαναβρήκε το ρυθμό της στο ξύλο.

«Κομμάτια θα σε κάνω! Τι θα με γίνεις, μπρε, εσύ; Ποιόνα

έμοιασες; Επιτρέπεται να μαλώνεις έτσι; Και το καημένο το

παιδί; Τι σ' έκανε και το σακάτεψες;»...

Διαστάσεις: 21 Χ 14 εκ.

Σελίδες : 496

Μαντά Λένα

-10%
16/05
-10%
04/05

Το μωρό της σοφίτας

Μαντά Λένα

Τιμή: 18,80  16,92

Αγορά
-10%
05/05

Η σφραγίδα

Μαντά Λένα

Τιμή: 19,90  17,91

Αγορά
-10%
08/07

Η εκδίκηση των αγγέλων - vintage

Μαντά Λένα

Τιμή: 17,70  15,93

Αγορά
-10%
13/05

Το πράσινο φόρεμα

Μαντά Λένα

Τιμή: 18,80  16,92

Αγορά
-10%
14/05

Οι τρεις άσοι

Μαντά Λένα

Τιμή: 18,80  16,92

Αγορά
-10%
09/05

Ταξίδι στη Βενετία

Μαντά Λένα

Τιμή: 17,70  15,93

Αγορά
-10%
03/05

Ζωή σε πόλεμο

Μαντά Λένα

Τιμή: 18,80  16,92

Αγορά
-20%
22/02

Βάλς με δώδεκα Θεούς vintage Λ Μαντά

Μαντά Λένα

Τιμή: 14,20  11,36

Αγορά
-20%
22/02
-20%
22/02

Έρωτας στη βροχή vintage Λ Μαντά

Μαντά Λένα

Τιμή: 14,20  11,36

Αγορά
-20%
22/02
-20%
22/02
-20%
22/02
-20%
22/02

Με λένε Ντάτα vintage Λ Μαντά

Μαντά Λένα

Τιμή: 14,20  11,36

Αγορά
-20%
22/02
-20%
22/02

Όσο αντέχει η ψυχη vintage Λ Μαντά

Μαντά Λένα

Τιμή: 14,20  11,36

Αγορά
-20%
22/02

Τα πέντε κλειδιά vintage Λ Μαντά

Μαντά Λένα

Τιμή: 14,20  11,36

Αγορά
-20%
22/02
-20%
22/02

Το τελευταίο τσιγάρο vintage Λ Μαντά

Μαντά Λένα

Τιμή: 14,20  11,36

Αγορά
-20%
22/02

Χωρίς χειροκρότημα vintage Λ Μαντά

Μαντά Λένα

Τιμή: 14,20  11,36

Αγορά
-10%
11/05

Γράμμα από χρυσό (μαύρο εξώφυλλο)

Μαντά Λένα

Τιμή: 17,70  15,93

Αγορά
-10%
11/05

Γράμμα από χρυσό (χρυσό εξώφυλλο)

Μαντά Λένα

Τιμή: 17,70  15,93

Αγορά
-10%
12/05

Η εκδίκηση των αγγέλων

Μαντά Λένα

Τιμή: 17,70  15,93

Αγορά
-10%
10/12

Όσα ήθελα να δώσω

Μαντά Λένα

Τιμή: 15,50  13,95

Αγορά
-10%
07/05

Μια συγνώμη για το τέλος

Μαντά Λένα

Τιμή: 18,80  16,92

Αγορά
-10%
08/05

Τα πέντε κλειδιά

Μαντά Λένα

Τιμή: 18,80  16,92

Αγορά
-10%
23/01

Ήταν ένας καφές στη χόβολη

Μαντά Λένα

Τιμή: 16,60  14,94

Αγορά