ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
ΝΕΕΣ ΑΦΙΞΕΙΣ
- 8 Αυγούστου
Λατινικά ( Τεύχος Α ) Β Λυκείου - 15 Ιουλίου
Διόφαντος ΟΕΔΒ Σετ Α' Λυκείου (NTYMENΑ) - 15 Ιουλίου
Θρησκευτικά Β' Λυκείου ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ
ΝΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
-
16/05Τιμή: 22,20 19,98-10%
-
23/11Τιμή: 14,90 13,41-10%
-
20/09Τιμή: 11,10 9,99-10%
ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ
-
03/11Τιμή: 60,00
-
03/11Τιμή: 50,00
-
03/11Τιμή: 60,00
-
01/07Τιμή: 10,00
BEST SELLERS 2024
-
Επιβάτης 23Τιμή: 17,70 15,93-10%
-
Αναζητώντας την ελπίδαΤιμή: 17,70 15,93-10%
-
Το μωρό της σοφίταςΤιμή: 18,80 16,92-10%
All time Bests...»
Inferno Dan Brown
Λιανική τιμή: €15,50
Τιμή Bestseller: €10,85
Συγγραφέας: Μπράουν Νταν
Εκδότης: Ψυχογιός
Κατηγορία: Ξένοι Συγγραφείς
ISBN: 9786180104103
Ημερομηνία έκδοσης: 04/07/2013
ΑγοράΠεριγραφή
Ο καθηγητής Ρόμπερτ Λάνγκτον βρίσκεται σε ερευνητικό ταξίδι στην Ιταλία, μαγνητισμένος από μια υπόθεση που περιστρέφεται γύρω από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη και, ειδικότερα, την Κόλαση, ένα από τα πιο σπουδαία αλλά και μυστηριώδη και αινιγματικά αριστουργήματα της λογοτεχνίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Λάνγκτον θα αναμετρηθεί με προκλήσεις απρόσμενες και άκρως επικίνδυνες και θα διαχειριστεί ένα σκοτεινό γρίφο που, τελικά, θα τον οδηγήσει σε ένα λαβύρινθο καμωμένο από κλασικά έργα τέχνης, μυστικά περάσματα και επιστημονικές ανακαλύψεις ενός αλλόκοτου μέλλοντος. Η σκοτεινή, επική ποίηση του Δάντη γίνεται μίτος στην προσπάθεια του Λάνγκτον να βρει απαντήσεις και κάποιον άνθρωπο να εμπιστευτεί προτού ο κόσμος αλλάξει για πάντα, με τρόπο ανεπανόρθωτο.
Στα περίφημα μυθιστορήματα Κώδικας Da Vinci, Illuminati και Το Χαμένο Σύμβολο, όλα διεθνή μπεστ σέλερ, ο Νταν Μπράουν είχε χρησιμοποιήσει ένα εξαίσιο μίγμα από ιστορία, τέχνη, κώδικες, σύμβολα. Στο καινούργιο και τόσο αναμενόμενο έργο του, ίσως το πιο ώριμο και συναρπαστικό απʼ όλα τα προηγούμενα, επιστρέφει στα πλέον βασικά και ουσιώδη στοιχεία της τέχνης του και γράφει το πιο υψηλών απαιτήσεων θρίλερ που μας έχει δώσει έως τώρα.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
Κεφάλαιο 1
οι αναμνήσεις πήραν μορφή νωχελικά… σαν φυσαλίδες
που αναδύονταν μέσα από το σκοτάδι ενός απύθμενου
πηγαδιού.
Μια γυναίκα με πέπλο.
Ο Ρόμπερτ Λάνγκντον την παρατηρούσε από την απέναντι
όχθη ενός ποταμού που τα ανταριασμένα νερά του είχαν κοκκι-
νίσει από τα αίματα.Ηγυναίκα έστεκε εκεί, αντικριστά του, ακί-
νητη, σοβαρή, το πρόσωπό της κρυμμένο από ένα βέλο. Στο χέρι
της έσφιγγε ένα μακρόστενο ύφασμα, το οποίο τώρα ύψωνε προς
τιμήν των πτωμάτων που απλώνονταν απέραντα σαν τον ωκεανό
στα πόδια της. Η οσμή του θανάτου κυριαρχούσε παντού.
Ψάξε, ψιθύρισε η γυναίκα. Και θα βρεις.
Ο Λάνγκντον άκουσε τις λέξεις σαν να τις είχε αρθρώσει μέ-
σα στο κεφάλι του. «Ποια είσαι;» φώναξε, όμως η φωνή του δεν
έβγαλε ήχο.
Τα περιθώρια λιγοστεύουν, ψιθύρισε εκείνη.Ψάξε και θα βρεις.
Ο Λάνγκντον έκανε ένα βήμα προς τον ποταμό, όμως κατα-
λάβαινε πως τα νερά ήταν θολά και αδιάβατα.Όταν έστρεψε ξα-
νά το βλέμμα του προς τη γυναίκα με το πέπλο, τα κορμιά γύρω
από τα πόδια της είχαν πολλαπλασιαστεί. Πλέον ήταν εκατοντά-
δες, ίσως και χιλιάδες, κάποια ήταν ακόμη ζωντανά, σπαρταρού-
σαν από την αγωνία τους, έβρισκαν αδιανόητους θανάτους… τα
κατάπινε η φωτιά, πνίγονταν στα περιττώματα, κατασπάραζαν το
ένα το άλλο. Ο Λάνγκντον άκουγε τις σπαρακτικές κραυγές του
ανθρώπινου πόνου να αντηχούν πέρα από το νερό.
Η γυναίκα κινήθηκε προς το μέρος του, με τα λεπτοκαμωμένα
της χέρια προτεταμένα, σαν να ζητούσε βοήθεια.
«Ποια είσαι;» φώναξε ξανά ο Λάνγκντον.
Σε απάντηση, η γυναίκα σήκωσε τις παλάμες και με αργές κι-
νήσεις απομάκρυνε το πέπλο από το πρόσωπό της.Ήταν εντυ-
πωσιακά όμορφη, όμως πιο ηλικιωμένη από ό,τι είχε υποθέσει ο
Λάνγκντον –μπορεί κι εξηντάρα– επιβλητική και δυνατή, σαν δια-
χρονικό άγαλμα. Το σαγόνι της ήταν σφιγμένο αυστηρά, τα μάτια
της βαθιά και έντονα, τα μαλλιά της μακριά, ασημόχρωμα, έπε-
φταν πλούσια στους ώμους της, σγουρά.Ένα φυλαχτό καμωμένο
από λαζουρίτη κρεμόταν γύρω από το λαιμό της… ένα φίδι τυλιγ-
μένο γύρω από μια ράβδο.
ΟΛάνγκντον διαισθάνθηκε ότι την ήξερε…την εμπιστευόταν.
Πώς όμως; Γιατί;
Η γυναίκα έδειξε τώρα δυο πόδια που σπαρταρούσαν^ έτσι
όπως εξείχαν ανάποδα μέσα από το έδαφος, έμοιαζαν να ανή-
κουν σε κάποιο δύστυχο που είχε θαφτεί ανάποδα μέχρι τη μέση.
Πάνω στον ωχρό μηρό του άντρα αποτυπωνόταν ένα ορφανό
γράμμα, σχηματισμένο από λάσπη: R.
R; σκέφτηκε ο Λάνγκντον, απορημένος. Όπως λέμε… Ρό-
μπερτ; «Αυτός εκεί… είμαι εγώ;»
Το πρόσωπο της γυναίκας δε φανέρωνε το παραμικρό. Ψάξε
και θα βρεις, επανέλαβε.
Εντελώς απροειδοποίητα, η γυναίκα άρχισε να εκπέμπει ένα
λευκό φως… ολοένα και πιο φωτεινό. Ολόκληρο το σώμα της άρ-
χισε να δονείται έντονα, και ύστερα, σαν ξέσπασμα κεραυνού,
εξερράγη, σχηματίζοντας αμέτρητα φωτεινά θραύσματα.
Ο Λάνγκντον ξύπνησε, πετάχτηκε επάνω φωνάζοντας.
Το δωμάτιο ήταν φωτεινό.Ήταν μόνος του.Ηέντονη οσμή της
φαρμακευτικής αλκοόλης κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα και κά-
που ο βόμβος μιας συσκευής συνόδευε σιγανά τους χτύπους της
καρδιάς του. Ο Λάνγκντον προσπάθησε να μετακινήσει το δεξί
του μπράτσο, όμως ένας οξύς πόνος τον εμπόδισε. Κοίταξε προς
τα κάτω και είδε έναν ορό να τραβά την επιδερμίδα του πήχη του.
Ο σφυγμός του επιταχύνθηκε και η συσκευή έσπευσε να πα-
ρακολουθήσει την αλλαγή, πολλαπλασιάζοντας τους χτύπους της.
Πού βρίσκομαι; Τι συνέβη;
Ηπίσω πλευρά του κεφαλιού του Λάνγκντον πονούσε έντονα.
Προσεκτικά, σήκωσε το ελεύθερο χέρι του και άγγιξε το κρανίο
του, επιχειρώντας να εντοπίσει την πηγή του πονοκεφάλου του.
Κάτω από τα λιγδωμένα μαλλιά του, εντόπισε τους σκληρούς κό-
μπους περίπου μιας ντουζίνας ραμμάτων, καλυμμένων από ξερα-
μένο αίμα.
Έκλεισε τα μάτια του, προσπαθώντας να θυμηθεί κάποιο ατύ-
χημα.
Τίποτε. Απόλυτο κενό.
Σκέψου.
Μονάχα σκοτάδι.
Ένας άντρας με ιατρική ποδιά κατέφθασε στο δωμάτιο, αντι-
δρώντας προφανώς στην επιτάχυνση των παλμών που κατέγραφε
το μόνιτορ καρδιάς. Είχε παχιά γενειάδα, πυκνό μουστάκι κι ένα
ευγενικό βλέμμα που εξέπεμπε ψυχραιμία και περίσκεψη κάτω
από τα φουντωτά φρύδια του.
«Τι… συνέβη;» κατόρθωσε να ψελλίσει ο Λάνγκντον. «Είχα
κάποιο ατύχημα;»
Ογενειοφόρος άντρας έφερε το δείκτη πάνω στα χείλη του και
ύστερα βγήκε γρήγορα έξω, φωνάζοντας κάποιον στο βάθος του
διαδρόμου.
ΟΛάνγκντον έστριψε το κεφάλι του, όμως η κίνηση αυτή προ-
κάλεσε έναν οξύ πόνο που διέτρεξε το κρανίο του. Πήρε βαθιές
ανάσες, δίνοντας χρόνο στον πόνο να περάσει. Ύστερα, πολύ
προσεκτικά και μεθοδικά, παρατήρησε το αποστειρωμένο περι-
βάλλον του.
Το δωμάτιο του νοσοκομείου φιλοξενούσε ένα κρεβάτι. Λου-
λούδια δεν υπήρχαν.Ούτε κάρτες.ΟΛάνγκντον εντόπισε τα ρού-
χα του πάνω σε έναν πάγκο εκεί κοντά, διπλωμένα μέσα σε μια
διάφανη, πλαστική σακούλα. Ήταν γεμάτα αίματα.
Θεέ μου. Πρέπει να ήταν πολύ σοβαρό αυτό που συνέβη.
Τώρα ο Λάνγκντον έστρεψε το κεφάλι του με πολύ αργές κι-
νήσεις προς το παράθυρο, δίπλα στο κρεβάτι του.Έξω ήταν σκο-
τεινά. Νύχτα. Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει στο τζάμι ήταν
το είδωλό του… ένας ταλαίπωρος άγνωστος, ωχρός και αποκα-
μωμένος, συνδεδεμένος με σωληνάκια και καλώδια, περικυκλω-
μένος από ιατρικά μηχανήματα.
Από το διάδρομο ακούστηκαν φωνές που πλησίαζαν, και ο
Λάνγκντον έστρεψε το βλέμμα του ξανά προς το δωμάτιο. Ο για-
τρός επέστρεψε, συνοδευόμενος αυτή τη φορά από μια γυναίκα.
Έμοιαζε τριαντάρα. Φορούσε μπλε νοσοκομειακή στολή και
είχε πιασμένα τα ξανθά μαλλιά της πίσω, σε μια πυκνή αλογοου-
ρά που ταλαντευόταν όπως περπατούσε.
«Είμαι η δρ Σιένα Μπρουκς», είπε η γυναίκα, χαμογελώντας
στον Λάνγκντον όπως έμπαινε στο δωμάτιο. «Συνεργάζομαι με
τον δρα Μαρκόνι απόψε».
Ο Λάνγκντον έγνεψε καταφατικά, αδύναμα.
Ψηλή και σβέλτη, η δρ Μπρουκς προχωρούσε με το αποφασι-
στικό βήμα αθλητή. Παρʼ ότι τα άχαρα νοσοκομειακά ρούχα δε
βοηθούσαν, ανέδυε μια λεπτή χάρη. Δεν ήταν μακιγιαρισμένη,
από ό,τι μπορούσε να καταλάβει ο Λάνγκντον τουλάχιστον, όμως
η επιδερμίδα της έμοιαζε ασυνήθιστα λεία^ το μόνο σημάδι ήταν
μια μικροσκοπική ελιά πάνω από το χείλος της. Τα μάτια της, αν
και είχαν ένα γλυκό, καστανό χρώμα, έμοιαζαν ιδιαίτερα διαπε-
ραστικά, σαν να είχε σταθεί μάρτυρας βαθύτατων εμπειριών που
σπάνια βιώνει ένα άτομο στην ηλικία της.
«ΟδρΜαρκόνι έχει μια μικρή δυσκολία με τα αγγλικά», είπε,
όπως καθόταν δίπλα του, «οπότε μου ζήτησε να συμπληρώσω εγώ
το έντυπο για την εισαγωγή σας». Του χαμογέλασε ξανά.
«Ευχαριστώ», είπε ο Λάνγκντον με ξεραμένο το λαρύγγι του.
«Εντάξει», συνέχισε εκείνη, με τόνο επαγγελματικό. «Ονομά-
ζεστε;»
Του πήρε λίγη ώρα να απαντήσει. «Ρόμπερτ… Λάνγκντον».
Η γιατρός έστρεψε ένα φακό τσέπης στα μάτια του Λάν-
γκντον. «Επάγγελμα;»
Η πληροφορία αυτή καθυστέρησε ακόμα περισσότερο να έρ-
θει στην επιφάνεια. «Καθηγητής. Ιστορίας της Τέχνης… και με-
λετητής των συμβόλων. Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ».
ΗδρΜπρουκς χαμήλωσε το φακό, δείχνοντας αιφνιδιασμένη.
Ο γιατρός με τα φουντωτά φρύδια έμοιαζε εξίσου σαστισμένος.
«Είστε… Αμερικανός;»
Ο Λάνγκντον την κοίταξε παραξενεμένος.
«Απλώς δεν…» Η γυναίκα δίστασε για λίγο. «Δεν είχατε χαρ-
τιά μαζί σας όταν ήρθατε εδώ απόψε. Φορούσατε σακάκι Harris
Tweed και μοκασίνια Somerset, οπότε υποθέσαμε ότι είστε Βρε-
τανός».
«Αμερικανός είμαι», τη διαβεβαίωσε ο Λάνγκντον, τόσο απο-
καμωμένος που δεν είχε τη δύναμη να της εξηγήσει για ποιο λό-
γο προτιμούσε τα καλοραμμένα ρούχα.
«Πονάτε;»
«Στο κεφάλι», απάντησε ο Λάνγκντον, καθώς η πίεση στο κρα-
νίο του είχε επιδεινωθεί από τον ισχυρό φακό. Ευτυχώς, η για-
τρός τον έβαζε τώρα στην τσέπη της, πιάνοντας τον καρπό του
Λάνγκντον για να ελέγξει το σφυγμό του.
«Ξυπνήσατε φωνάζοντας», είπε η γυναίκα. «Μήπως θυμάστε
γιατί;»
Ο Λάνγκντον θυμήθηκε ξανά εκείνο το αλλόκοτο όραμα, τη
γυναίκα με το πέπλο που έστεκε κυκλωμένη από κορμιά που
σπαρταρούσαν. Ψάξε και θα βρεις. «Έβλεπα έναν εφιάλτη».
«Θυμάστε τι βλέπατε;»
Ο Λάνγκντον της είπε.
Ηέκφραση της δροςΜπρουκς παρέμεινε ουδέτερη όπως κρα-
τούσε σημειώσεις σε έναν πίνακα. «Κάποια σκέψη σχετικά με το
τι θα μπορούσε να προκαλέσει μια τόσο τρομακτική εικόνα;»
ΟΛάνγκντον σκάλισε τη μνήμη του και ύστερα κούνησε το κε-
φάλι του αρνητικά, και αυτό διαμαρτυρήθηκε πονώντας τον.
«Εντάξει, κύριεΛάνγκντον», είπε η γιατρός, καθώς συνέχιζε να
γράφει, «μερικές ερωτήσεις ρουτίνας. Τι ημέρα έχουμε σήμερα;»
Ο Λάνγκντον σκέφτηκε για λίγο. «Είναι Σάββατο. Θυμάμαι
πως νωρίτερα σήμερα διέσχιζα την πανεπιστημιούπολη… πήγαι-
να σε μια απογευματινή σειρά διαλέξεων, και ύστερα… βασικά,
αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι. Τι έγινε, έπεσα;»
«Θα φτάσουμε και σε αυτό. Γνωρίζετε πού βρίσκεστε;»
Ο Λάνγκντον κατέφυγε σε μια λογική εικασία. «Στο Γενικό
Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης;»
Η δρ Μπρουκς σημείωσε πάλι κάτι. «Θα θέλατε να ειδοποιή-
σουμε κάποιο συγγενή σας; Έχετε σύζυγο; Παιδιά;»
«Κανέναν», απάντησε ενστικτωδώς ο Λάνγκντον. Ανέκαθεν
απολάμβανε την ηρεμία και την ανεξαρτησία που του πρόσφερε η
συνειδητή επιλογή του να παραμείνει εργένης, αν και όφειλε να πα-
ραδεχτεί πως, στην τωρινή κατάσταση, θα προτιμούσε να είχε ένα
οικείο πρόσωπο στο πλευρό του. «Θα μπορούσα να ενημερώσωκά-
ποιους συναδέλφους, όμως δεν υπάρχει λόγος, εντάξει είμαι».
Η δρ Μπρουκς ολοκλήρωσε τις σημειώσεις της, οπότε ο ηλι-
κιωμένος γιατρός πλησίασε. Ισιώνοντας τα πυκνά φρύδια του,
έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό κασετόφωνο και το έδειξε
στη δρα Μπρουκς. Εκείνη έγνεψε καταφατικά, σαν να καταλά-
βαινε τι ήθελε και στράφηκε ξανά στον ασθενή της.
«Κύριε Λάνγκντον, όταν φτάσατε απόψε εδώ, μουρμουρίζατε
κάτι, ξανά και ξανά». Έριξε μια ματιά στον δρα Μαρκόνι, ο
οποίος σήκωσε το ψηφιακό κασετόφωνο και πάτησε ένα κουμπί.
Άρχισε να παίζει μια ηχογράφηση, και ο Λάνγκντον άκουσε
τη φωνή του, βαριά, να μουρμουρίζει συνεχώς την ίδια φράση:
«Ve… sorry. Ve… sorry».
«Εμένα μου ακούγεται», είπε η γυναίκα, «σαν να λέτε “Very
sorry. Very sorry”».
ΟΛάνγκντον συμφώνησε, όμως δεν είχε καμία ανάμνηση από
εκείνη τη σκηνή.
Η δρ Μπρουκς κάρφωσε το βλέμμα της πάνω του, με μια ανη-
συχητική επιμονή. «Μπορείτε να φανταστείτε για ποιο λόγο θα
το λέγατε αυτό; Λυπάστε για κάτι;»
Όπως επιχειρούσε ο Λάνγκντον να ανασύρει κάποια πληρο-
φορία από τα σκοτεινά βάθη της μνήμης του, αντίκρισε ξανά τη γυ-
ναίκα με το πέπλο. Στεκόταν στην όχθη ενός ματωμένου ποταμού,
κυκλωμένη από κορμιά. Η αποφορά του θανάτου επέστρεψε.
Ο Λάνγκντον ένιωσε να τον σαρώνει ξαφνικά μια ενστικτώ-
δης αίσθηση κινδύνου… όχι μόνο για τον εαυτό του… αλλά για
όλους. Οι βόμβοι του μόνιτορ καρδιάς πολλαπλασιάστηκαν γορ-
γά. Οι μύες του σφίχτηκαν, προσπάθησε να ανακαθίσει.
Η δρ Μπρουκς ακούμπησε αμέσως την παλάμη της αποφασι-
στικά πάνω στο στέρνο του Λάνγκντον, υποχρεώνοντάς τον να
ξαπλώσει.Έριξε μια ματιά στον γενειοφόρο γιατρό, ο οποίος πή-
γε σε έναν κοντινό πάγκο και άρχισε να ετοιμάζει κάτι.__
Από το BookBeast May 14, 2013:
Robert Langdon, the long-suffering but durable Harvard professor who is the protagonist in The Da Vinci Code and several other Dan Brown novels, has a thing for Harris Tweed. No, make that passion, verging on obsession. At one point in Brownʼs new novel, Inferno, Langdon discovers another character sewing a secret pocket into his jacket. “The professor stopped and stared as if she had defaced the Mona Lisa,” Brown writes. “You sliced into the lining of my Harris Tweed?” Langdon erupts in what may his most emotional moment in the entire novel.
So it comes as something of a surprise, upon meeting Brown in the flesh, to see that heʼs not wearing tweed but rather just an ordinary cloth jacket moreoever, heʼs jolly and animated, not grim or paranoid, and nobodyʼs chasing him. It is the first of several clues that Brown and his hero are not the same person, a point that the author takes pains to make at several points in the subsequent interview, conducted Monday at his publisherʼs Manhattan offices the day before Inferno went on sale in stores. (It was already No. 1 at Amazon, where itʼs the most preordered book of the year, not surprising for an author whose books sell in the seven-zero stratosphere The Da Vinci Code alone has sold more than 80 million copies worldwide.)
What most alarms Brown, he says, is that whatever is written in one of my books, some readers will assign to me as my ideology. So you get some maniac thatʼs cast as a villain whoʼs saying stuff thatʼs nuts, and they say, ʽBrown says!ʼ No, no, no, Brown didnʼt say that. A character said that. There are people who, apparently misunderstanding the concept of fiction, will take things out of context and assign them to me, whether out of ignorance or malice, I donʼt know.
(Before he gets around to distancing himself from Langdonʼs taste in clothes, I decide to drop the whole Harris Tweed question.)
Where Langdon and his 48-year-old creator do overlap is in their shared passion for knowledge and the conjoined passion to share this knowledge with as many people as possible. Like its predecessors, Inferno combines a fascination with ancient symbols, codes, and secrets with an equal fascination with a contemporary dilemma. This time around the ancient stuff is supplied by Danteʼs The Divine Comedy, particularly by part one, Inferno, the part where Dante tours hell. The contemporary issue at hand is population growth.
(Danteʼs Inferno, itʼs worth noting, is also doing quite well on Amazon, perhaps because Brown has generated new interest in a classic, or maybe just because readers are ordering Dante thinking theyʼre ordering a Dan Brown book.)
The hectic plot involves lots of people chasing Langdon and a hot female physician (whose 200-plus IQ nicely compliments Langdonʼs photographic memory) all over Florence and then Venice, before everyone winds up in Istanbul after many double crosses, triple crosses, and maybe even quadruple crosses (I lost count). Langdon suspects that a mad scientist may be unleashing a new plague upon the world as his way of controlling the its exploding population before civilization succumbs. Fortunately for Langdon, the hubristic scientist is also a Dante fan, and heʼs left lots of clues that only an art professor and symbol expert like Langdon is equipped to understand.
Brown may not be a great prose stylist, but he knows how to push our paranoia buttons.
Characters really do say things like, Weʼre running out of time! And Langdon literally strokes his chin at one point when heʼs thinking. But if it isnʼt Proust, you canʼt say itʼs ever dull. Brown may not be a great prose stylist, but he knows how to push our paranoia buttons, and he knows how to make a plot clip along. Inferno pegs the odometer needle into the red at the outset and stays there for nearly 500 pages.
What keeps you turning those pages, though and what ultimately makes this by far Brownʼs best book isnʼt the plot so much as the intellectual energy behind it. For readers who like to feel theyʼre learning something, even when theyʼre reading fiction (and thatʼs a group that includes the author himself), Brownʼs books are the ticket. Think of them as extremely creative interdisciplinary lectures by your most inspired professor but with guns and car chases and youʼll have a fine time.
Iʼve known that I was going to write about Dante for at least 10 years, says Brown, who taught high school before committing to writing full time in the ʼ90s. Writing Angels and Demons and The Da Vinci Code and immersed in church history, I came to understand the effect and the influence that Dante had on our modern Christian vision of hell. The Bible talked about hell in kind of ethereal terms. Greek mythology talks about hell in slightly more concrete terms, with monsters in certain regions. But then along comes Dante with this codified, structured vision of this terrifying afterlife. Thatʼs our vision of hell. The underworld came from him.
Ξένοι Συγγραφείς
Ο εκατοντάχρονος που ανέβηκε στο αερόστατο και εξαφανίστηκε
Τιμή: 16,60 14,94
Αγορά