ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

NEWSLETTER

Email

ΝΕΕΣ ΑΦΙΞΕΙΣ

ΝΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ

BEST SELLERS 2024

Bestsellers 2024...»
All time Bests...»

Είμαι το Νούμερο Τέσσερα

Τιμή Bestseller: 

Συγγραφέας: Λορ Πιττάκους

Εκδότης: Πατάκης

Κατηγορία: Νεανικά

ISBN: 9789601637747

Ημερομηνία έκδοσης: 25/02/2011

Αγορά
25/02

Περιγραφή

Οι πρώτοι τρεις είναι νεκροί

Ο Νούμερο Τέσσερα είναι ο Τζον Σμιθ, ένας δεκαπεντάχρονος που αλλάζει διαρκώς τόπους διαμονής και ταυτότητες. Είναι ο τέταρτος από τους εννιά Γκάρντι που έφτασαν μυστικά στη Γη όταν ακόμα ήταν παιδιά μετά την καταστροφή του πλανήτη τους, του Λόριαν, από τους Μογκαντόριαν. Κάθε Γκάρντι αναπτύσσει μαγικές δυνάμεις όταν ενηλικιώνεται και εκπαιδεύεται από το «Σεπάν», το Φύλακά του, με σκοπό να βοηθήσει στην ανάκτηση του Λόριαν. Ευτυχώς για τους Γκάρντι και τους Σεπάν τους, οι κάτοικοι του Λόριαν έχουν ανθρώπινη όψη, κι έτσι ο Τζον Σμιθ, μετά την τελευταία του μετακίνηση στο Οχάιο, πρέπει να παρακολουθήσει τα μαθήματα στο τοπικό λύκειο. Κι επειδή προσπαθεί να ζει τη ζωή του όπως όλοι οι έφηβοι, δεν αργεί να βάλει στο μάτι την όμορφη Σάρα αλλά και να μπει στο στόχαστρο του Μαρκ, του αρχηγού της ομάδας ράγκμπι του σχολείου και πρώην φίλου της Σάρα.

Οι απειλές όμως του Μαρκ δεν ανησυχούν τον Τζον. Αυτό που πραγματικά τον ανησυχεί, είναι η γνώση πως ο τρίτος Γκάρντι είναι νεκρός και πως τώρα πια, οι Μογκαντόριαν κυνηγοί ψάχνουν να βρουν αυτόν για να τον σκοτώσουν. Γιατί οι Γκάρντι μπορούν να πεθάνουν μόνο με τη σειρά των αριθμών τους κι αυτό είναι κάτι που, όπως φαίνεται, οι Μογκαντόριαν κυνηγοί τους το γνωρίζουν πολύ καλά. Παράλληλα ο Τζον αποκτά τα πρώτα του μαγικά χαρίσματα και εκπαιδεύεται από τον Σεπάν του ώστε να μπορεί να τα διαχειριστεί. Ξέρει, λοιπόν, ότι πρέπει να πολεμήσει για την επιβίωσή του και για τον πλανήτη του. Ξέρει, επίσης, ότι αν δεν νικήσει, οι Μογκαντόριαν θα καταστρέψουν τη Γη. Όμως διχάζεται ανάμεσα στο καθήκον και τον έρωτά του για τη Σάρα. Γίνεται να τα καταφέρει σε όλα; Η ελπίδα, όμως, πεθαίνει πάντα τελευταία. Και η αγάπη είναι το ισχυρότερο όπλο στο σύμπαν!

Μυστηριώδεις εξωγήινες οντότητες, υπερφυσικές δυνάμεις, επικές μάχες με πλάσματα που ενσαρκώνουν το απόλυτο Κακό, αδιάκοπη δράση, έρωτας και φιλία, συνθέτουν ένα πολύ εκρηκτικό μείγμα που θα ενθουσιάσει κάθε έφηβο!

Το Είμαι το Νούμερο Τέσσερα αποτελεί το πρώτο μέρος μιας σειράς βιβλίων με τίτλο Η Κληρονομιά των Λόριαν κι έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο σε παραγωγή του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Η ομότιτλη ταινία θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες στις 17 Μαρτίου

Απόσπασμα προδημοσίευσης:

"ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΤΡΕΜΟΥΝ. Μια αχυροκαλύβα φτιαγμένη από καλάμια δεμένα με κληματσίδες. Το

κούνημα είναι απαλό και σταματάει σχεδόν αμέσως. Σηκώνουν τα κεφάλια και αφουγκράζονται. Ένα δεκατε

τράχρονο αγόρι κι ένας πενηντάχρονος άντρας που όλοι νομίζουν ότι είναι ο πατέρας του, αλλά γεννήθηκε σε μια διαφορετική ζούγκλα σε κάποιον άλλο πλανήτη εκατοντάδες έτη φωτός μακριά. Έχουν ξαπλώσει μισόγυμνοι στις άκρες της αχυροκαλύβας τους με μια κουνουπιέρα στο κάθε στρώμα. Ακούνε μακρινούς τριγμούς και σπασίματα, ίσως κάποιο ζώο που έσπασε ένα κλαδί, όμως ηχούν σαν να έπεσε ολόκληρο το δέντρο.

«Τι ήτανε αυτό;» ρωτάει το αγόρι.

«Σσσσς...» μουρμουρίζει ο άντρας.

Ύστερα ακούγεται μόνο το ζουζούνισμα των κουνουπιών. Ο άντρας ξαπλώνει πάνω στο στρώμα του, όταν το τράνταγμα αρχίζει ξανά. Διαρκεί πιο πολύ, και η γη δονείται, ύστερα ακολουθεί άλλο ένα σπάσιμο, λίγο πιο κοντά τους αυτήν τη φορά. Ο άντρας σηκώνεται και πάει αργά προς την πόρτα. Σιωπή. Ο άντρας παίρνει βαθιά ανάσα καθώς απλώνει το χέρι στο σύρτη. Το αγόρι ανακάθεται.

«Όχι...» του ψιθυρίζει ο άντρας, και αμέσως η λάμα ενός σπαθιού, μακριά και αστραφτερή από λαμπερό λευ

κό μέταλλο που δεν υπάρχει στη Γη, διαπερνάει την πόρτα, βυθίζεται στο στήθος του και βγαίνει τρεις πόντους έξω από την πλάτη του. Το σπαθί τραβιέται αστραπιαία. Ο άντρας βογκάει. Το αγόρι μένει με το στόμα ανοιχτό. Ο άντρας παίρνει μία μόνο ανάσα και ψελλίζει «Τρέχα...» πριν πέσει άψυχος στο έδαφος.

Το αγόρι τινάζεται από το στρώμα του και ορμάει στον τοίχο. Δε νοιάζεται για παράθυρο ή πόρτα και κυριολεκτικά περνάει μέσα από τον τοίχο, που διαλύεται σαν χαρτί, κι ας είναι φτιαγμένος από σκληρό αφρικάνικο μαόνι. Τον υποδέχεται η νύχτα του Κονγκό καθώς χοροπηδάει πάνω από δέντρα με ταχύτητα γύρω στα ογδόντα χιλιόμετρα την ώρα. Η όραση και η ακοή του είναι υπεράνθρωπη. Προσπερνάει δέντρα, χώνεται μέσα στα αναρριχώμενα, πηδάει τα ρυάκια με ένα σάλτο. Τον ακολουθούν βαριά βήματα που όλο και πλησιάζουν. Έχουν και οι διώκτες του υπεράνθρωπες δυνάμεις. Κι έχουν και κάτι άλλο μαζί τους. Κάτι που το αγόρι έχει ακούσει, κάτι που δεν πίστευε ότι θα δει στη Γη.

Τα τριξίματα και τα σπασίματα πλησιάζουν κι άλλο. Το αγόρι ακούει ένα χαμηλό αλλά έντονο μουγκρητό. Ξέρει πως οτιδήποτε βρίσκεται πίσω του αυξάνει ταχύτητα.Βλέπει μπροστά του μια ανοιχτωσιά μες στη ζούγκλα.

Πλησιάζει και θωρεί μια τεράστια χαράδρα που έχει περίπου εκατό μέτρα φάρδος, και κοιτάζοντας προς τα κάτω, στα εκατό μέτρα βάθος, βλέπει να κυλάει ένα ποτάμι. Οι όχθες γεμάτες τεράστιες κοτρόνες. Η μόνη του ελπίδα είναι αυτή η χαράδρα. Για να σωθεί. Πρέπει να πάρει φόρα και να πηδήσει απέναντι. Ακόμα και για το αγόρι, ή για τους άλλους σαν κι αυτό στη Γη, είναι ένα σχεδόν ακατόρθωτο άλμα. Όμως αν γυρίσει πίσω ή αν πέσει στο ποτάμι ή αν πολεμήσει, αυτό σημαίνει θάνατο. Έχει μόνο μία ευκαιρία.

Πίσω του εκκωφαντικοί βρυχηθμοί. Πρέπει να απέχουν δέκα δεκαπέντε μέτρα. Κάνει πέντε βήματα πίσω για να πάρει φόρα. Φτάνει τρέχοντας στην άκρη της χαράδρας, σηκώνεται ψηλά και αρχίζει να πετάει πάνω από τη χαράδρα. Βρίσκεται στον αέρα επί τρία τέσσερα δευτερόλεπτα. Ουρλιάζει με τα χέρια τεντωμένα μπροστά του, έτοιμο για τη σωτηρία ή για το τέλος του. Χτυπάει στο έδαφος και κατρακυλάει. Παρά τρίχα να πέσει πάνω σ' ένα δέντρο μαμούθ. Χαμογελάει. Δεν το πιστεύει πως τα κατάφερε, πως θα γλιτώσει. Δε θέλει να το δουν και ξέρει ότι πρέπει να πάει ακόμα πιο μακριά. Σηκώνεται και ξαναρχίζει να τρέχει.

Στρίβει να χωθεί στη ζούγκλα, κι όπως κινείται, νιώθει ένα γιγάντιο χέρι στο λαιμό του. Υψώνεται στον αέρα. Παλεύει, κλοτσάει, πασχίζει να γλιτώσει, όμως ξέρει ότι είναι μάταιο, πάει τέλειωσε. Έπρεπε να έχει υποψιαστεί ότι θα καραδοκούσαν και στις δύο πλευρές της χαράδρας, ότι, αφού το ανακάλυψαν, δεν έχει γλιτωμό. Ο Μογκαντόρι το γυρίζει για να δει το πρόσωπό του, να δει το Φυλαχτό που φοράει το αγόρι στο λαιμό του, το Φυλαχτό που μόνο αυτός και οι δικοί του μπορούν να έχουν. Το τραβάει και το χώνει κάπου μέσα στη μακριά μαύρη καμπαρντίνα του, κι όταν ξαναφαίνεται το χέρι του, κρατάει το αστραφτερό λευκό μεταλλικό σπαθί. Το αγόρι κοιτάζει μέσα στα βαθιά, χαοτικά, άδεια κατάμαυρα μάτια του Μογκαντόρι και μιλάει.

«Οι Κληρονόμοι ζούνε. Θα βρούνε ο ένας τον άλλον, κι όταν θα είναι έτοιμοι, θα σας καταστρέψουνε».

Ο Μογκαντόρι γελάει σαρκαστικά. Σηκώνει το σπαθί του, το μόνο όπλο στο σύμπαν που μπορεί να σπάσει τη μαγεία που έως τώρα προστάτευε το αγόρι και προστατεύει ακόμα τους υπόλοιπους. Το σπαθί παίρνει φωτιά καθώς η αιχμή του τεντώνεται προς τον ουρανό, μια ασημένια φλόγα το ζωντανεύει λες και ξέρει την αποστολή του και λαχταράει να σκοτώσει. Και καθώς πέφτει, ένα φωτεινό ουράνιο τόξο αστράφτει στη ζούγκλα, και το αγόρι ακόμα πιστεύει ότι κάποιο κομμάτι του θα επιβιώσει, κάτι από τον εαυτό του θα σωθεί και θα πάει στο σπίτι του. Κλείνει τα μάτια του πριν τον χτυπήσει το σπαθί. Και μετά τελειώνουν όλα.

KEΦAΛAIO ΕΝΑ

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΗΜΑΣΤΑΝ ΕΝΝΙΑ. Φύγαμε μικροί, τόσο μικροί, που σχεδόν δεν καλοθυμόμαστε την αναχώρησή

μας. Σχεδόν. Μου είπαν ότι έτρεμε το έδαφος, ότι οι ουρανοί λούστηκαν στο φως και γέμισαν από εκρήξεις. Βρισκόμασταν στο δεκαπενθήμερο του χρόνου όπου και τα δύο φεγγάρια μας κρέμονται στις απέναντι άκρες του ορίζοντα. Ήταν εποχή γιορτών, γι' αυτό στην αρχή πήραν τις εκρήξεις για βεγγαλικά. Δεν ήταν. Έκανε ζέστη, μια απαλή αύρα ερχόταν από τα νερά. Πάντα μου έλεγαν για τον καιρό: ζέστη και απαλή αύρα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί είχε τόση σημασία. Αυτό που θυμάμαι καθαρά είναι η συμπεριφορά της γιαγιά μου εκείνη τη μέρα. Ήταν λυπημένη και αλαφιασμένη. Τα μάτια της γεμάτα δάκρυα. Ο παππούς μου στεκόταν δίπλα της. Θυμάμαι πώς το φως του ουρανού αντανακλούσε στα γυαλιά του. Αγκαλιαστήκαμε. Έλεγαν γλυκά λόγια. Δε θυμάμαι τι ακριβώς. Κι αυτό με στοιχειώνει. Θα ήθελα να θυμάμαι.

Πήρε ένα χρόνο ταξίδι ώσπου να βρεθώ εδώ. Ήμουν πέντε όταν φτάσαμε. Έπρεπε να ενσωματωθούμε στο γήινο πολιτισμό, κι όταν ο Λόριεν θα ξαναγινόταν κατοικήσιμος, θα επιστρέφαμε. Εμείς οι εννιά έπρεπε να διασκορπιστούμε και να πάρουμε καθένας το δρόμο του. Για πόσο; Κανένας δεν ήξερε. Ακόμα δεν ξέρουμε.

Κανένας από τους άλλους δεν ξέρει πού είμαι. Ούτε κι εγώ ξέρω πού είναι οι άλλοι ή τι εμφάνιση έχουν τώρα πια. Αυτός είναι ο τρόπος για να προστατευόμαστε λόγω του μαγικού φυλαχτού που μας έδωσαν όταν φύγαμε από τον πλανήτη μας. Το Φυλαχτό εγγυάται ότι μπορούν να μας σκοτώσουν μόνο με την ακριβή αριθμητική μας σειρά κι εφόσον είμαστε χώρια. Αν ενωθούμε, η μαγεία του φυλαχτού μας χάνεται.

Όταν βρίσκουν και σκοτώνουν έναν από μας, σχηματίζεται μια κυκλική ουλή στο δεξιό αστράγαλο όσων είναι ζωντανοί. Στον αριστερό αστράγαλο όλων μας υπάρχει ένα σημαδάκι αντίστοιχο με το Φυλαχτό που φοράει καθένας από μας, που σχηματίστηκε όταν μας χάρισαν τη μαγεία στο Λόριεν. Οι κυκλικές ουλές είναι τμήμα του φυλαχτού. Είναι σύστημα προειδοποίησης ώστε να γνωρίζουμε τη σχέση μας με τους άλλους οχτώ και να ξέρουμε αν έφτασε η σειρά μας. Η πρώτη ουλή ξεφύτρωσε στα εννιά μου. Ξύπνησα νιώθοντας έντονο κάψιμο στο σώμα μου. Ζούσαμε στην Αριζόνα, σε μια συνοριακή πολιτεία κοντά στο Μεξικό. Ξύπνησα ουρλιάζοντας μες στη νύχτα με τρομερούς πόνους και πανικό, καθώς η ουλή τσουρούφλιζε το δέρμα μου. Ήταν το πρώτο σημάδι ότι οι Μογκαντόρι μας είχαν ανακαλύψει στη Γη και η πρώτη ένδειξη ότι κινδυνεύαμε. Ώσπου να εμφανιστεί η ουλή, είχα πειστεί ότι θυμόμουν λάθος κι ότι όσα μου είπε ο Χένρι ήταν κι αυτά λάθος. Ήθελα να είμαι ένα φυσιολογικό παιδί που ζει μια φυσιολογική ζωή, αλλά έμαθα, χωρίς καμία αμφιβολία πια, ότι δεν ήμουν. Την άλλη μέρα μετακομίσαμε στη Μιννεσότα. Η δεύτερη ουλή εμφανίστηκε στα δώδεκά μου. Ζούσαμε στο Κολοράντο και ήμουν στο σχολείο. Συμμετείχα σ' ένα διαγωνισμό ορθογραφίας, και μόλις άρχισε το κάψιμο, κατάλαβα τι τρέχει, τι έπαθε ο Νούμερο Δύο. Τον σκότωσαν. Ο πόνος φρικτός, αλλά αυτήν τη φορά τον άντεξα. Θα είχα μείνει στο διαγωνισμό, αλλά πήρε φωτιά η κάλτσα μου. Ο δάσκαλος που επέβλεπε με κατάβρεξε με τον πυροσβεστήρα και με πήγε στο νοσοκομείο. Ο γιατρός στα επείγοντα είδε την πρώτη ουλή και ειδοποίησε την αστυνομία. Όταν εμφανίστηκε ο Χένρι, τον απείλησαν ότι θα τον συλλάβουν για κακοποίηση ανηλίκου. Όμως μιας και δε βρισκόταν κοντά μου τη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της η δεύτερη ουλή, αναγκάστηκαν να τον αφήσουν. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και φύγαμε άρον άρον. Αυτήν τη φορά πήγαμε στο Μέιν. Αφήσαμε τα πάντα πίσω μας, εκτός από το Μαγικό Σεντούκι από το Λόριεν που κουβαλάει πάντα ο Χένρι σε κάθε μετακίνησή μας. Μέχρι στιγμής έχουμε αλλάξει είκοσι μία πόλεις.

Η τρίτη ουλή ξεφύτρωσε πριν από μία ώρα. Καθόμουν σ' ένα μεγάλο καταμαράν. Το πιο δημοφιλές αγόρι του σχολείου μου έκανε κρυφά από τους γονείς του πάρτι επάνω σ' αυτό. Ήταν η πρώτη φορά που με καλούσαν σε πάρτι συμμαθητές μου. Κρατούσα πάντα αποστάσεις, γιατί ήξερα ότι μπορεί να το σκάσουμε ανά πάσα στιγμή. Όμως δύο χρόνια τώρα ήμασταν ήσυχοι. Ο Χένρι δεν είχε διαβάσει κάτι στις ειδήσεις που ίσως οδηγούσε τους Μογκαντόρι σε μας ή που θα μας υποχρέωνε να εξαφανιστούμε. Κι έτσι έκανα μερικούς φίλους. Κι ένας από αυτούς με σύστησε σ' εκείνο το αγόρι που έκανε το πάρτι. Συναντηθήκαμε όλοι στην αποβάθρα. Υπήρχαν τρία φορητά ψυγειάκια, μουσική, κορίτσια που θαύμαζα από μακριά, αλλά δεν τους είχα μιλήσει ποτέ, κι ας το ήθελα. Απομακρυνθήκαμε γύρω στο ενάμισι χιλιόμετρο μέσα

στον κόλπο του Μεξικού. Καθόμουν στην άκρη του καταμαράν με τα πόδια στο νερό και μιλούσα στην Τάρα, μια μελαχρινούλα με μπλε μάτια, όταν ξεκίνησε το κάψιμο. Το νερό γύρω από τον αστράγαλό μου άρχισε να βράζει καθώς σχηματιζόταν η ουλή. Το τρίτο σύμβολο Λόριεν, η τρίτη προειδοποίηση. Η Τάρα έβαλε τις φωνές, και τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω μας. Ήξερα ότι δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Και κατάλαβα ότι έπρεπε να εξαφανιστούμε αμέσως. Τώρα πια η κατάσταση ήταν πολύ επικίνδυνη. Είχαν βρει το Νούμερο Τρία, ένα αγόρι ή ένα κορίτσι, και το σκότωσαν. Ηρέμησα την Τάρα, τη φίλησα στο μάγουλο, της είπα ότι χάρηκα που τη γνώρισα και της ευχήθηκα μια πολύχρονη και όμορφη ζωή. Βούτηξα στη θάλασσα και άρχισα να κολυμπάω υποβρύχια, εκτός από μία φορά που βγήκα να πάρω ανάσα. Κολυμπούσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, ώσπου βγήκα στην ξηρά. 'Αρχισα να τρέχω με ταχύτητα αυτοκινήτου στην κεντρική λεωφόρο κρυμμένος ανάμεσα στα δέντρα. Όταν έφτασα στο σπίτι, βρήκα το Χένρι μπροστά στις οθόνες του, κολλημένο στους υπολογιστές και στα ραντάρ, απ' όπου μάθαινε ειδήσεις για όλο τον κόσμο και άκουγε τι έκαναν οι αστυνομικοί στην περιοχή μας. Κατάλαβε χωρίς να του πω λέξη, αν και σήκωσε το βρεγμένο μου παντελόνι για να τσεκάρει την ουλή.

Στην αρχή ήμασταν εννιά. Χάθηκαν τρεις. Πέθαναν. Μείναμε έξι. Μας καταδιώκουν και δε θα σταματήσουν ώσπου να μας σκοτώσουν όλους.

Εγώ είμαι το Νούμερο Τέσσερα.

Ξέρω ότι είμαι ο επόμενος.

KEΦAΛAIO ΔΥΟ

ΣΤΕΚΟΜΑΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΟΣ ΔΡΟΜΑΚΟΥ που οδηγεί στο σπίτι. Το κοιτάζω καλά καλά. Είναι ροζ σαν παιδική τούρτα, χτισμένο επάνω σε ξύλινους στύλους σε ύψος περίπου τριών μέτρων. Μπροστά του λικνίζεται ένα φοινικόδεντρο. Στο πίσω μέρος του σπιτιού υπάρχει μια ξύλινη αποβάθρα που χώνεται μέσα στον Κόλπο του Μεξικού. Αν το σπίτι βρισκόταν ενάμισι χιλιόμετρο νοτιότερα, η αποβάθρα θα βρισκόταν στον Ατλαντικό ωκεανό. Ο Χένρι βγαίνει από το σπίτι κουβαλώντας τις τελευταίες κούτες. Μερικές έμειναν κλειστές και στο προηγούμενο σπίτι μας. Κλειδώνει την πόρτα και αφήνει τα κλειδιά στο ταχυδρομικό κουτί. Είναι δύο τα ξημερώματα. Φοράει μαύρο μπλουζάκι και χακί βερμούδα. Είναι πολύ μαυρισμένος και αξύριστος. Έχει τα μαύρα του τα χάλια. Σίγουρα λυπάται που φεύγουμε. Πετάει τις τελευταίες κούτες στο φορτηγάκι μας μαζί με τα υπόλοιπα πράγματά μας. «Αυτό ήταν...» μου λέει. Κουνάω το κεφάλι λυπημένος. Στεκόμαστε και κοιτάζουμε το σπίτι ακούγοντας τον άνεμο να περνάει ανάμεσα από τα φοινικόδεντρα. Κρατάω μια σακούλα με σέλινο στο χέρι.

«Θα μου λείψει αυτό το μέρος περισσότερο απ' όλα τα άλλα...» μουρμουρίζω.

«Και μένα».

«Ώρα για φωτιά;»

«Ναι. Θες να το κάνεις εσύ ή εγώ;»

«Εγώ».

Ο Χένρι βγάζει το πορτοφόλι του και το πετάει στο χώμα. Βγάζω το δικό μου και κάνω το ίδιο. Πάει στο φορτηγάκι μας και φέρνει τα διαβατήριά μας, πιστοποιητικά γέννησης, κάρτες κοινωνικής ασφάλισης, τραπεζικά βιβλιάρια, πιστωτικές κάρτες. Τα πετάει όλα κάτω. Όλα τα έγγραφα που αποτελούσαν τις ταυτότητές μας, φυσικά όλα πλαστογραφημένα, ψεύτικα. Πιάνω από το φορτηγάκι ένα μικρό ντεπόζιτο με βενζίνη που έχουμε για τα επείγοντα περιστατικά. Ρίχνω τα χαρτιά μας κάτω και τα ραντίζω με βενζίνη. Αυτήν τη στιγμή με λένε Ντάνιελ Τζόουνς. Υποτίθεται ότι μεγάλωσα στην Καλιφόρνια και ήρθαμε εδώ επειδή ο μπαμπάς μου βρήκε δουλειά ως προγραμματιστής υπολογιστών. Ο Ντάνιελ Τζόουνς οδεύει προς εξαφάνιση. Ανάβω ένα σπίρτο και το πετάω. Ο σωρός παίρνει φωτιά. Χάνεται άλλη μία από τις ζωές μας. Όπως πάντα, στεκόμαστε και κοιτάζουμε τη φωτιά με το Χένρι.

Γεια σου, Ντάνιελ, σκέφτομαι, χάρηκα που σε γνώρισα.

Όταν η φωτιά σβήνει, ο Χένρι μού λέει:

«Ώρα να φύγουμε».

«Το ξέρω».

«Αυτά τα νησιά δεν ήτανε ποτέ ασφαλή. Είναι πολύ δύσκολο να το σκάσεις γρήγορα. Ήτανε χαζομάρα μου πουήρθαμε εδώ». Έχει δίκιο και το ξέρω. Όμως ακόμα και τώρα δε θέλω να φύγουμε. Ήρθαμε γιατί το ήθελα εγώ, και για πρώτη φορά ο Χένρι με άφησε να διαλέξω πού πάμε. Μείναμε εννιά μήνες, και είναι το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που ζήσαμε κάπου από τότε που αφήσαμε το Λόριεν.

Θα μου λείψει ο ήλιος και η ζεστασιά. Θα μου λείψει και η σαλαμάνδρα που με παρακολουθούσε κολλημένη στον τοίχο κάθε πρωί καθώς έτρωγα το πρωινό μου. Αν και υπάρχουν εκατομμύρια σαλαμάνδρες στη νότια Φλόριντα, έπαιρνα όρκο ότι αυτή με ακολουθεί στο σχολείο και ξέρει ποιος είμαι. Θα μου λείψουν και οι αστραπές που φαντάζουν σαν να έρχονται από το πουθενά και η γαλήνη του τοπίου το ξημέρωμα πριν έρθουν οι γλάροι. Θα μου λείψουν τα δελφίνια, που βγαίνουν στον αφρό για να φάνε την ώρα που πέφτει ο ήλιος. Θα μου λείψει ακόμα και η οσμή από θειάφι που αναδίδουν τα σαπισμένα φύκια στην αμμουδιά, αυτή η μυρωδιά που γέμιζε το σπίτι και εισχωρούσε στα όνειρά μας τις νύχτες.

«Πέτα το σέλινο. Θα σε περιμένω στο φορτηγάκι. Πρέπει να φύγουμε».

Μπαίνω στο δασάκι δεξιά από το σπίτι μας. Βρίσκω τα τρία μικροσκοπικά ελαφάκια να με περιμένουν. Είναι ένα σπάνιο είδος όλο πιτσίλες και με άσπρη ουρίτσα που επιβιώνει μόνο στα νησιά Κίυ της Φλόριντας. Πετάω τη σακούλα με το σέλινο στα πόδια τους και σκύβω να τα χαϊδέψω. Μου το επιτρέπουν, γιατί με γνωρίζουν και με εμπιστεύονται. Το ένα σηκώνει το κεφάλι και με κοιτάζει.

Ανταποδίδω το βλέμμα βουρκωμένος. Νιώθω σαν να θέλει κάτι να μου πει. Ένα ρίγος διαπερνάει τη σπονδυλική μου στήλη. Αφήνει το κεφαλάκι του να πέσει και συνεχίζει το μασούλημα.

«Καλή τύχη, μικρούληδες φίλοι μου...» μουρμουρίζω και πάω στο φορτηγάκι μας. Κάθομαι δίπλα στο Χένρι.

Βλέπουμε από τα καθρεφτάκια το σπίτι να μικραίνει, ώσπου βγαίνουμε στη λεωφόρο και το χάνουμε από τα μάτια μας. Είναι Σάββατο. Αναρωτιέμαι τι να γίνεται στο πάρτι τώρα. Τι να λένε για το πώς έφυγα και τι θα πουν τη Δευτέρα που θα δουν ότι δεν πήγα στο σχολείο; Μακάρι να προλάβαινα να τους χαιρετήσω. Δεν πρόκειται να ξαναδώ κανένα από τα παιδιά που γνώρισα εδώ. Δε θα τους ξαναμιλήσω ποτέ στη ζωή μου. Κι εκείνοι δε θα μάθουν ποτέ ποιος στ' αλήθεια είμαι ούτε γιατί εξαφανίστηκα. Έπειτα από λίγους μήνες, ίσως μερικές εβδομάδες, κανένας τους δε θα θυμάται ούτε το όνομά μου.

Πριν βγούμε στην εθνική οδό, ο Χένρι σταματάει για βενζίνη. Πιάνω το χάρτη που βάζει ανάμεσα στα καθίσματά μας. Είναι ο άτλας που χρησιμοποιούμε από τότε που φτάσαμε σ' αυτόν τον πλανήτη. Έχει γραμμές για όλα τα μέρη όπου πήγαμε και απ' όπου φύγαμε. Κυριολεκτικά διασχίσαμε όλες τις πολιτείες της Αμερικής. Ξέρουμε ότι πρέπει να τον πετάξουμε, αλλά είναι το μόνο στοιχείο της κοινής μας ζωής. Οι κανονικοί άνθρωποι έχουν φωτογραφίες, βίντεο, ημερολόγια, ενώ εμείς μόνο τον άτλαντα. Τον ανοίγω και διαπιστώνω ότι ο Χένρι έχει σχεδιάσει μια καινούρια διαδρομή από τη Φλόριντα προς το Οχάιο. Όταν φέρνω στο μυαλό μου το Οχάιο, σκέφτομαι αγελάδες, καλαμπόκι και καλούς ανθρώπους. Ξέρω ότι το σλόγκαν στην πινακίδα του είναι Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ. Δεν ξέρω τι εννοεί όταν λέει «των πάντων», αλλά μάλλον θα το μάθω σύντομα. Ο Χένρι ξαναμπαίνει στο φορτηγάκι μας. Αγόρασε ύο αναψυκτικά και τσιπς. Κατευθυνόμαστε βόρεια. Απλώνει το χέρι στο χάρτη μας.

Του κάνω πλάκα:

«Δηλαδή υπάρχουνε άνθρωποι στο Οχάιο;».

Γελάει.

«Όλο και κάποιοι θα υπάρχουνε. Ίσως είμαστε τυχεροί και βρούμε και αυτοκίνητα και τηλεόραση εκεί».

Κουνάω το κεφάλι μου. Στην τελική μπορεί να μην είναι και τόσο χάλια.

«Πώς σου φαίνεται το "Τζον Σμιθ", Χένρι;»

«Αυτό το όνομα θες να έχεις τώρα;»

«Έτσι λέω». Ποτέ πριν δε με έλεγαν ούτε Τζον ούτε Σμιθ.

«Δεν υπάρχει πιο συνηθισμένο ονοματεπώνυμο. Ομολογώ ότι χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω, νεαρέ Τζον Σμιθ».

Χαμογελάω.

«Ναι, τελικά μ' αρέσει το Τζον Σμιθ».

Λίγο μετά βγαίνουμε από το νησί περνώντας τη γέφυρα. Τα νερά κυλούν ήρεμα, και το φεγγαρόφωτο λαμπυρίζει στο μικρό κύμα δημιουργώντας ασπριδερές λάμψεις. Στα δεξιά μας ο ωκεανός, στα αριστερά μας ο κόλπος, στην ουσία το ίδιο νερό, μόνο που του έδωσαν δύο ονόματα. Θέλω να κλάψω, αλλά κρατιέμαι. Δε νιώθω λύπη που φεύγουμε από τη Φλόριντα, απλώς κουράστηκα να το βάζουμε στα πόδια. Κουράστηκα να σκέφτομαι ένα καινούριο όνομα κάθε εξάμηνο. Κουράστηκα από τα καινούρια σπίτια, τα καινούρια σχολεία. Αναρωτιέμaι αν θα καταφέρουμε ποτέ να σταματήσοuμε."

Νεανικά

-10%
10/03
-10%
26/11

Το αγόρι από το Μπούχενβαλντ

Waisman Robbie, McClelland Susan

Τιμή: 16,60  14,94

Αγορά
-10%
27/05

Τα καλά κορίτσια δεν μιλάνε

Katie Cotungo, Candace Bushnell

Τιμή: 12,20  10,98

Αγορά
-10%
15/04
-10%
10/02

Βωμός των πέντε βουνών

K. W. Andri

Τιμή: 15,40  13,86

Αγορά
-10%
20/06

Φτερά και ερείπια

Σάρα Μαας

Τιμή: 21,90  19,71

Αγορά
-10%
09/05

Οι μέρες της Σιωπής

Λαδά Έφη

Τιμή: 15,50  13,95

Αγορά
-10%
03/05

Αγαπητέ Έβαν Χάνσεν

Έμμικ Βαλ,Λέβενσον Στίβεν,Πάσεκ Μπεντζ,Πολ Τζάστιν

Τιμή: 16,60  14,94

Αγορά
-10%
21/02

Λυκόφως 4 - Χαραυγή

Stephenie Meyer

Τιμή: 18,80  16,92

Αγορά
-10%
07/02

Ο πυροβάτης των αστεριών

Κουκιάς Θοδωρής

Τιμή: 12,00  10,80

Αγορά
-10%
01/02

Προς όλα τα αγόρια που αγάπησα

Χαν Τζέννυ

Τιμή: 17,70  15,93

Αγορά
-10%
15/11
-10%
25/10

Η ιστορία ενός νεαρού gamer

Κλιάφα Μαρούλα

Τιμή: 7,70  6,93

Αγορά
-10%
07/07

Λόγια της πλώρης

Καρκαβίτσας Αντρέας

Τιμή: 6,60  5,94

Αγορά
-20%
02/03

Φόντο σε διπλό καθρέφτη

Δικαίου Ελένη

Τιμή: 11,90  9,52

Αγορά
-20%
29/01

Τ' άλλο μισό του κόσμου

Τίγκα Τούλα

Τιμή: 7,70  6,16

Αγορά
-20%
29/12

Δύσκολοι καιροί για μικρούς πρίγκιπες

Κλιάφα Μαρούλα

Τιμή: 11,20  9,52

Αγορά
-20%
29/12

Κάθε μέρα άλλος

Levithan David

Τιμή: 16,60  13,28

Αγορά
-10%
29/12
-10%
14/12
-10%
07/07

Λουλούδι

Κραφτ Ελίζαμπεθ,Όλσεν Σέι

Τιμή: 15,50  13,95

Αγορά
-10%
07/07

Οι υπόλοιποι απλώς ζούμε εδώ

Νες Πάτρικ

Τιμή: 14,40  12,96

Αγορά
-10%
16/06

Αγκάθια και τριαντάφυλλα

Σάρα Μαας

Τιμή: 16,60  14,94

Αγορά
-10%
16/06

Ένα χαμόγελο και ... γκλιν!

Ρουσάκη Μαρία

Τιμή: 9,90  8,91

Αγορά
-10%
16/06

Η λέσχη των πεταλούδων

Ουίλσον Τζάκλιν

Τιμή: 13,30  11,97

Αγορά