ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

NEWSLETTER

Email

ΝΕΕΣ ΑΦΙΞΕΙΣ

ΝΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ

BEST SELLERS 2024

Bestsellers 2024...»
All time Bests...»

Κάτω από τις οπλές

-10%

Λιανική τιμή: €13,30

Τιμή Bestseller: €11,97

Συγγραφέας: Ατζακάς Γιάννης

Εκδότης: Αγρα

Κατηγορία: Έλληνες Συγγραφείς

ISBN: 9789603258902

Ημερομηνία έκδοσης: 19/04/2010

Αγορά
19/04

Περιγραφή

"Ύστερα, τις ειδυλλιακές αυτές εικόνες, τα παραδείσια τοπία, τα διαδέχονταν ξαφνικά δαντικές σκηνές από τις "όχθες της κόλασης", όπως ονόμαζε τον τόπο που αντίκρυζε για μήνες, νύχτα και μέρα, από τη σκοπιά της γέφυρας. Τότε ήταν που για πρώτη φορά μου πέρασε η ιδέα πως ίσως να επρόκειτο για κάτι περισσότερο από μιαν απλή νατουραλιστική περιγραφή των Δημόσιων Σφαγείων, με τις δύο αθλιες χαμοκέλες που τα περιστοίχιζαν πως ίσως να μην ήταν παρά μια ζοφερή αλληγορία της δικτατορίας, για να εκφράσει έτσι τη φρίκη και την απελπισία του για την "εφιαλτική φυλακή" που τον περίμενε, όταν σε λίγες μέρες θα πετούσε από πάνω του τις βασιλικές κορόνες και το μισητό εθνόσημο - το απαίσιο "πουλί της χούντας".

Είναι καιρός πια να σφραγιστεί η παλιά ιστορία, και η στερνή γραφή του Άλκη να κλείσει αυτή την ταπεινή "μπαλάντα των ημιονηγών της δικτατορίας" - εκείνων που ως σήμερα δεν βρήκαν τον καιρό να μιλήσουν ή που δεν θέλησαν ποτέ να μιλήσουν."

Πολλά χρόνια μετά την τελευταία συνάντησή τους - Οκτώβρης του '74 πρέπει να ήταν, σ' ένα ταβερνάκι της Ευαγγελίστριας στη Θεσσαλονίκη - ο απόμαχος πια ηθοποιός Χάρης Φωτίου ανασύρει τα καταχωνιασμένα στρατιωτικά ημερολόγια που του εμπιστεύτηκε τότε ο "εν όπλοις και εν οπλαίς κτηνών" σύντροφος του Άλκης Πολίτης, λίγο πριν εγκαταλείψει για πάντα τη "μητριά πατρίδα" του.

Με όσα η δική του μνήμη διέσωσε και η σχεδόν κρυπτική γραφή του φανέρωσε, αναπαριστά, με θεατρικό μερικές φορές λόγο, εκείνον τον μαύρο χειμώνα του '68 στο κολαστήριο του Κολινδρού, τις παγερές μέρες και νύχτες της " μεγάλης νύχτας " των συνταγματαρχών. Εκπληρώνει, έτσι, έστω και με καθυστέρηση, την υπόσχεση που κάποτε είχε δώσει.

Σελ. 143

Κριτικές:

"Πολλά χρόνια μετά την τελευταία συνάντησή τους -Οκτώβρης του '74 πρέπει να ήταν, σ' ένα ταβερνάκι της Ευαγγελίστριας στη Θεσσαλονίκη- ο απόμαχος πια ηθοποιός Χάρης Φωτίου ανασύρει τα καταχωνιασμένα στρατιωτικά ημερολόγια που του εμπιστεύτηκε τότε ο «εν όπλοις και εν οπλαίς κτηνών» σύντροφός του Αλκης Πολίτης, λίγο πριν εγκαταλείψει για πάντα τη «μητριά πατρίδα» του.

Με όσα η δική του μνήμη διέσωσε και η σχεδόν κρυπτική γραφή τού φανέρωσε, αναπαριστά εκείνον το χειμώνα του '68 στο κολαστήριο του Κολινδρού, τις παγερές μέρες και νύχτες της «μεγάλης νύχτας» των συνταγματαρχών. Εκπληρώνει, έτσι, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση (είναι πια χειμώνας του 2008), την υπόσχεση που κάποτε είχε δώσει.

Η ιστορία αρχίζει λίγο μετά το βασιλικό αντιπραξικόπημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967, όταν ο Αλκης φτάνει με δυσμενή μετάταξη στο πειθαρχικό 2ο Τάγμα Ορεινών Μεταφορών Κολινδρού. Η κοινή πολιτική καταγωγή, η τραγική μοίρα των γονιών τους, η δημοκρατική δράση τους στις αρχές της δεκαετίας του '60, συνδέουν γρήγορα τον ηθοποιό του Θεάτρου Τέχνης και τον απόφοιτο της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης με μια βαθιά πνευματική φιλία.

Ο Χάρης, έχοντας εξαρχής την ειδικότητα του ημιονηγού -του ανεφοδιαστού, όπως τότε τους είχαν μετονομάσει, του μουλαρά, όπως τους ήξερε ο κόσμος όλος-, αναλαμβάνει να κατατοπίσει τον πρώην τυφεκιοφόρο του πεζικού στις βαριές εργασίες του στάβλου, απαγγέλοντας παράλληλα εδάφια από το «Μνημόνιον του ανεφοδιαστού»: Τον ημίονο τον μεταχειριζόμεθα με υπομονή και καλοσύνη. Τον ανταμείβομε κάθε φορά που υπακούει, με θωπείες. Με βάρβαρα μέσα, όπως οι ραβδισμοί και οι φωνασκίες, επιτυγχάνομε το αντίθετον αποτέλεσμα: ο ημίονός μας γίνεται δύστροπος.

Η μοχθηρία όμως του μανιακού μόνιμου επιλοχία Βούρκουλα να τους ορίζει κάθε νύχτα «γερμανικό» νούμερο στις δύο διπλανές σκοπιές, του στάβλου και της χαράδρας, τους επιτρέπει τουλάχιστον να έχουν ατελείωτες συζητήσεις για το θέατρο, τη λογοτεχνία και την πολιτική. Ετσι, η νυχτερινή θέα της Θεσσαλονίκης απέναντι από το σκοτεινό τους στρατόπεδο οδηγεί τον Αλκη σε μιαν αντίστροφη παρώδηση του «Αγγελιάσματος» του Βασίλη Βασιλικού, όταν εξομολογείται στον φίλο του τον έρωτά του για τη μικρή Ερση: ...Μόνο που εμείς εδώ είμαστε οι απόβλητοι του Συστήματος, οι εξορισμένοι από τον λαμπερό γαλαξία τους. Οι εχθροί του Φωτός είμαστε εμείς, οι τρισκατάρατοι άγγελοι του Σκότους. Αυτό το παγωμένο αστέρι όπου μας έχουν ρίξει, δεν είναι παρά ένα τελικό πεδίο δοκιμής και δοκιμασιών.

Αργότερα, κάποιες άλλες νύχτες, καθώς ο φοβερός εκείνος χειμώνας έφτανε στο τέλος του και πλησίαζε η πρώτη μαύρη επέτειος του πραξικοπήματος, ο Αλκης αρχίζει να μιλά και για τις μέρες του στο επίλεκτο 565 Τάγμα Πεζικού στον Λαγκαδά: τα μισαλλόδοξα κηρύγματα και τον άγριο κατατρεγμό των «χαρακτηρισμένων» φαντάρων· την είσοδο της μονάδας του το χάραμα της 21ης Απριλίου 1967 στη Θεσσαλονίκη και τον στρατωνισμό της στον Παλαιό Σιδηροδρομικό Σταθμό· τη συμμετοχή της στις επινίκιες καρναβαλικές γιορτές της χούντας στο Καυταντζόγλειο στάδιο της πόλης.

Ομως τα χειρότερα στο 2ο Τ.Ο.Μ. δεν είχαν ακόμη συντελεστεί. Η άρνηση του Αλκη να αποκηρύξει τις «αντεθνικές» ιδέες του και να δηλώσει δημόσια πίστη στο στρατιωτικό καθεστώς εξοργίζει τον διοικητή του 2ου Γραφείου, Φατζέα, που θέτει σε σταδιακή εφαρμογή ένα σχέδιο ψυχολογικής βίας και φυσικής του εξόντωσης.

Κάποτε, στις αρχές της άνοιξης, ο Αλκης μετατίθεται στο Διδυμότειχο, απ' όπου, αφού υπηρέτησε και τις μέρες της φυλακής του, απολύεται με διαγωγή «κακή» στις 13 Αυγούστου του '68, την ημέρα που ο Αλέξανδρος Παναγούλης θα εκτελούσε τον «πανάθλιο τύραννο».

Η χρονογραφική αφήγηση του Χάρη Φωτίου συμπληρώνεται από μια σύντομη αναδρομή στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης, καθώς και από μερικές αναφορές στην πρώτη Μεταπολίτευση, ενώ τα πάθη του φίλου του σκόπιμα αποδίδονται με θεατρικό λόγο. Στη δική του διήγηση «εγκιβωτίζονται» και οι δύο αναστροφικές αφηγήσεις του Αλκη για τα βάσανα του έρωτα και την πολιτική του δίωξη.

Τα αποσπάσματα που παρεμβάλλονται από το κρυφό ημερολόγιο του Αλκη διασώζουν, πότε σε λυρική και πότε σε συμβολική και υπαινικτική γραφή, το αυθεντικό κλίμα εκείνης της αποτρόπαιας εποχής. Η εναλλαγή αυτή των αφηγηματικών τρόπων σχετίζεται μόνο με τους χαρακτήρες και τα ενδιαφέροντα των κύριων προσώπων της ιστορίας και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί μια «μεταμοντέρνα» σύλληψη.

Αν επιδίωξα συνειδητά κάτι, αυτό ήταν το άρωμα ενός αδικημένου έρωτα να επικαλύπτει τη βαριά φασιστική αποφορά εκείνων των ημερών, ενώ, από βαθύτερα ακόμη, να αναδύεται η αίσθηση των χαμένων θυσιών και των ματαιωμένων ονείρων. "

Γιάννης Ατζακάς, "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη", τχ. 602, 7.5.2010

"Tι σήμαινε να είσαι «χαρακτηρισμένος» στον στρατό το 1967; Τι σήμαινε να βρεθείς φαντάρος με μετάθεση σε ένα απομακρυσμένο τάγμα «ανεπιθύμητων» την εποχή του πραξικοπήματος; Τι είχε να αντιμετωπίσει ένας πολιτικοποιημένος φοιτητής της Νεολαίας Λαμπράκη, ένας γιος εξόριστου, ένας δημοκράτης διανοούμενος ή καλλιτέχνης, στα χέρια των πατριδοκάπηλων; Αυτά αναστοχάζεται το Κάτω από τις οπλές (Αγρα), η ταπεινή μπαλάντα των ημιονηγών της δικτατορίας που δεν βρήκαν τον καιρό ή δεν θέλησαν ώς τώρα να μιλήσουν. Είναι το τρίτο αυτοβιογραφικό αφήγημα του πρώην δάσκαλου και βραβευμένου πλέον συγγραφέα Γιάννη Ατζακά, που μετά τα παιδικά του χρόνια στον χαμένο παράδεισο της Θάσου με τον πατέρα του φευγάτο στο αντάρτικο ( Διπλωμένα φτερά ), και μετά τη μοναχική εφηβεία του στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης ( Θολός βυθός ), μάς μεταφέρει σε δύο εμβληματικά στρατόπεδα (565 Τάγμα Πεζικού, στον Λαγκαδά, και 2ο ΤΟΜ Κολινδρού) στους μήνες της προετοιμασίας και της εδραίωσης της δικτατορίας, μεταξύ Μαρτίου 1967- Απριλίου 1968. Και ζωντανεύει εδώ τις εμπειρίες εκείνων στους οποίους η πατρίδα επεφύλαξε ξεχωριστές φροντίδες κατά τη διάρκεια της θητείας τους και τους τυράννησε και τους ταπείνωσε για τις ιδέες τους, χειρότερα κι από γαϊδούρια. Κάτι που κράτησε σε πολλές περιπτώσεις μέχρι το 1981...

«Kάθε κτήνος του Στρατεύματος έχει μια καρτέλα στην οποία αναγράφονται τα χαρακτηριστικά του...», έγραφε το Μνημόνιον του Ανεφοδιαστού. Κατά τον ίδιο τρόπο είχαν τον φάκελό τους και οι «ανεφοδιαστές»- όπως κατ΄ ευφημισμόν ονομάζονταν οι φαντάροι μουλαράδες- δηλαδή οι αριστεροί και οι μουσουλμάνοι που στέλνονταν στα απομακρυσμένα Τάγματα Ορεινών Μεταφορών (ΤΟΜ) ως «ημιονηγοί»... στην εποχή της Φόρμουλα 1. Βρισκόμαστε στο 2ο Τάγμα Κολινδρού, παλιό μετεμφυλιακό στρατόπεδο με προϊστορία βασανιστηρίων και αυτοκτονιών, όπου συναντιούνται οι δύο πρωταγωνιστές του αφηγήματος: ο Χάρης- ηθοποιός, μαθητής του Κουν και απόφοιτος της Παντείου- και ο Άλκης - απόφοιτος του ΑΠΘ, φιλόλογος, μαθητής του Κακριδή και του Ανδρόνικου. Και οι δύο από οικογένειες αριστερών, ξέρουν από διωγμούς και επικοινωνούν με τον κρυφό κώδικα των ελεύθερων πνευμάτων, με στίχους δηλαδή και αναφορές σε λογοτεχνικά κείμενα, διότι γνωρίζουν ότι το πιο φρόνιμο είναι να περνούν απαρατήρητοι. Ωστόσο η αντίληψή τους για τα πράγματα, η νοοτροπία τους, είναι διαφορετικές (μια νύξη ενδεχομένως του συγγραφέα για τη διάσπαση του ΚΚΕ που θα ακολουθήσει). Διότι ο Χάρης, ο αφηγητής, είναι ρεαλιστής και υποψιασμένος, αλλά ο Αλκης θα ζήσει δραματικές καταστάσεις επειδή είναι ρομαντικός και απόλυτος, κουβαλάει μάλιστα και έναν ματαιωμένο έρωτα που του ματώνει την καρδιά. Σε πρώτο επίπεδο λοιπόν, το Κάτω από τις οπλές λειτουργεί ως μαρτυρία που προχωρά προς τα πίσω και σε βάθος, για να κορυφωθεί τη μέρα του πραξικοπήματος, με το Τάγμα 565 να μπαίνει σαν δύναμη κατοχής στη Θεσσαλονίκη. Είναι μια μαρτυρία σε τόνο μελαγχολικό και όχι καταγγελτικό, που συνδέει εντέλει τις δοκιμασίες των «χαρακτηρισμένων» στη δεκαετία του ΄60 με τις προκαταλήψεις και την ιδεολογία των νικητών του Εμφυλίου στη δεκαετία του ΄50.

Aντιπροσωπευτικό παράδειγμα μιας γενιάς που πορεύτηκε γεμάτη ελπίδα και απελπισία, τραυματισμένη από τον κατατρεγμό των γονιών της και προσδοκώντας ένα φωτεινότερο μέλλον ελευθερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης, ο Αλκης, όπως τόσοι «χαρακτηρισμένοι», βρίσκεται λοιπόν στο στόχαστρο του Δεύτερου Γραφείου και των διατεταγμένων από το ΓΕΣ (υπήρχε σχετική εγκύκλιος) χαφιέδων. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγησή του εναντίον του «κομμουνιστικού κινδύνου», της «προδοτικής ΕΔΑ» ή των «απάτριδων Λαμπράκηδων». Κι έπειτα τον βλέπει να πιέζεται να υμνήσει τα έργα της «Επαναστάσεως», να το αποφεύγει ευσχήμως, και να στιγματίζεται δημόσια προκειμένου να γίνει βορά των άλλων φαντάρων ή να καταλήξει αδρανής και ακίνδυνος για τους μηχανισμούς της εξουσίας. Ακολουθούν αναίτιες απαγορεύσεις εξόδου, «διακοπές» στο Πειθαρχείο, προσθήκες ψευδών και παραποιήσεις γεγονότων στον φάκελό του, απειλές για την επαγγελματική (μη) σταδιοδρομία του όταν θα απολυθεί, και στο τέλος προβοκάτσιες και παγίδες στις οποίες πέφτει- μέχρι που παραλίγο να σκοτωθεί «κατά λάθος» σε μια αγγαρεία. Ο Ατζακάς αναπλάθει με λεπτομέρειες την ατμόσφαιρα σε αυτά τα κομβικά στρατόπεδα και παρουσιάζει τους διάφορους τύπους καραβανάδων που είχαν αποκτήσει καθεστωτική νοοτροπία και που, επειδή ήσαν αποκλεισμένοι από ένα ανώτερο στρατιωτικό σύστημα, έκαναν χρήση της δύναμής τους στους ανυπεράσπιστους «Αλλους» με το πρόσχημα ότι ήσαν «εχθροί του έθνους». Για όλους αυτούς, μας λέει, ο μόνος τρόπος να αντισταθούν και να αντέξουν ήταν να διαφυλάξουν τη βαθύτερη ουσία τους. Και μετά, όσοι το μπορούσαν, να φύγουν από τη χώρα. Οπως ο Αλκης. Οπως ο κατοπινός φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης που επίσης πέρασε από τον Κολινδρό. "

Μικέλα Χαρτουλάρη, "Τα Νέα"/ "Βιβλιοδρόμιο", 17.4.2010

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:

Γιάννης Ατζακάς γεννήθηκε το 1941 στον Θεολόγο της Θάσου. Αποφοίτησε το 1966 από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετά το 1975 εργάστηκε στην ιδιωτική και τη δημόσια μέση εκπαίδευση. Τα "Διπλωμένα φτερά" ήταν το πρώτο πεζογράφημα που δημοσίευσε, το 2007. Ακολούθησε το μυθιστόρημα "Θολός βυθός", την επόμενη χρονιά, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.