ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
ΝΕΕΣ ΑΦΙΞΕΙΣ
- 8 Αυγούστου
Λατινικά ( Τεύχος Α ) Β Λυκείου - 15 Ιουλίου
Διόφαντος ΟΕΔΒ Σετ Α' Λυκείου (NTYMENΑ) - 15 Ιουλίου
Θρησκευτικά Β' Λυκείου ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ
ΝΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
-
16/05Τιμή: 22,20 19,98-10%
-
23/11Τιμή: 14,90 13,41-10%
-
20/09Τιμή: 11,10 9,99-10%
ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ
-
03/11Τιμή: 60,00
-
03/11Τιμή: 50,00
-
03/11Τιμή: 60,00
-
01/07Τιμή: 10,00
BEST SELLERS 2024
-
Επιβάτης 23Τιμή: 17,70 15,93-10%
-
Αναζητώντας την ελπίδαΤιμή: 17,70 15,93-10%
-
Το μωρό της σοφίταςΤιμή: 18,80 16,92-10%
All time Bests...»
Σαν να μην πέρασε μια μέρα
Λιανική τιμή: €15,28
Τιμή Bestseller: €13,75
Συγγραφέας: Πολυράκης Γιώργος
Εκδότης: Ψυχογιός
Κατηγορία: Έλληνες Συγγραφείς
ISBN: 9789604530240
Ημερομηνία έκδοσης: 12/05/2006
ΑγοράΠεριγραφή
Σιωπηλές κραυγές
Το αχολόι της καμπάνας του εσπερινού ήχησε
πένθιμα στ' αυτιά της, ξαναγυρίζοντάς
τη σ' ένα παρελθόν συνδεδεμένο μ' έναν σταθερόκι αγιάτρευτο πόνο. Ακούμπησε πάνω στη χωμάτινη πεζούλα της αυλής το αδράχτι με το οποίο έγνεθε το προβατίσιο μαλλί κι ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε από την ψυχή της Ύστερα, κίνησε για την
κκλησιά, σέρνοντας τα βήματά της...
Δυο παιδιά, ως οκτώ χρονών, που έπαιζαν «ξυλίκικαμάκι» στη μέση του δρόμου, σταμάτησαν το παιχνίδι τους για να αφήσουν «τη γριά» να περάσει. Έτσι
την αποκαλούσαν όλα τα παιδιά -αγόρια και κορίτσια- του χωριού αυτής της ηλικίας: «η γριά» Σαν να μην είχε όνομα. Στα μάτια τους φαινόταν πολύ γριά, έτσι όπως περπατούσε σκυφτή και ντυμένη, χειμώνα-καλοκαίρι, στα κατάμαυρα: μαύρες χοντρές
κάλτσες, μαύρο φουστάνι και μαύρο τσεμπέρι, που άφηνε ακάλυπτο το πρόσωπο από τα φρύδια ως το σαγόνι. Εκείνη ήξερε ότι την έλεγαν «γριά» εδώ και χρόνια κι ένιωθε ότι της πήγαινε γάντι αυτός ο χαρακτηρισμός.
Η ίδια αισθανόταν σαν να βάραινε ένας
αιώνας στους ώμους της κι ας ήταν μόλις σαράντα έξι χρονών...
Μπήκε στην εκκλησιά, άναψε ένα κεράκι, γονάτισε μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς και σε δυο-τρία λεπτά υποχώρησε πισωπατώντας προς την έξοδο,
χωρίς να δώσει σημασία στις άλλες γυναίκες που, στρέφοντας αδιάκριτα το κεφάλι, την παρακολουθούσαν μουρμουρίζοντας. Ύστερα από τόσα χρόνια είχε αποδεχτεί το φέρσιμό τους. Ήταν σαν να διασκέδαζαν
την ανία τους κουτσομπολεύοντάς την.
Βγαίνοντας από την εκκλησιά, πήγε και κάθισε κατάχαμα δίπλα σ' ένα μνήμα, που εδώ και δεκατέσσερα χρόνια αποτελούσε τον άξονα της ζωής της. Πριν καλοκαθίσει, τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν βροχή...
Στιγμές στιγμές από τα χείλη της ξέφευγαν λόγια
που ίσως να φάνταζαν ακατάληπτα στ' αυτιά όποιου την άκουγε... όμως δε θα μπορούσε να μην προσέξει κανείς την τρυφερότητα της φωνής της...
Κατάλαβε ότι ο εσπερινός είχε τελειώσει όταν
άκουσε τις άλλες γυναίκες να βγαίνουν από την εκκλησιά.
Στ' αυτιά της έφτασαν κάποιες κουβέντες που
τις είχε συνηθίσει πια, καθώς τις άκουγε σχεδόν κάθε απόγευμα: "παραλόισε η μαύρη -Θεέ μου, ξεμύστευε" Κουβέντες δήθεν συμπονετικές, που ήξερε πως ήταν ψεύτικες, μα, ναι, κάποτε κάποτε πικρόχολες,
που την πονούσαν: «Πάλι στο μνήμα του παλαβού κλαίει». Τούτη η κουβέντα την πονούσε πιο πολύ
κι από την αβάσταχτη απώλεια του παιδιού της
του μονάκριβου... Κι ήταν η μόνη φορά που έστηνε αυτί προσδοκώντας μάταια όμως, ακούσει έστω
και μια από τις άλλες γυναίκες να βάζει στη θέση της εκείνη την κακόψυχη που ξεστόμιζε πάντα την ίδια κουβέντα. Κάποια στιγμή ο περίβολος της εκκλησιάς
άδειασε κι επικράτησε απόλυτη ησυχία. Ύστερα από λίγο άκουσε τα βήματα του παπα-Αντρέα, που ήρθε και στάθηκε πίσω της, κι αμέσως τη φωνή του.
«Πάλι τα ίδια κυρα-Παναγιώταινα;»
Έστρεψε το κεφάλι και, μέσα από την υγρή ομίχλη που θόλωσε το φως της, αντίκρισε την ψηλόλιγνη φιγούρα
του παπά. Έπιασε το χέρι που της άπλωσε κι
ανορθώθηκε.
«Αύριο θα 'κλεινε τα είκοσι οχτώ ο Λευτεράκης μου, παπά μου... Βιάστηκε ο Θεός να μου τον πάρει...»
ψέλλισε...
«Ανεξιχνίαστες οι βουλές Του...Κανείς άνθρωπος
κυρα-Παναγιώταινα, ούτε νιος ούτε γέρος, δεν έχει εξασφαλισμένο το αύριο. Κανείς...» Σώπασε για λίγο, ύστερα το βλέμμα του εστιάστηκε στην ορθόψηλη βουνοκορφή που ήταν σκεπασμένη από χιόνι.
«Απόψε φαίνεται πως θα χιονίσει και χαμηλά -Σίγουρα,
αύριο θα 'χουμε χιόνι
-Αύριο λοιπόν, κυρα-Πανα-
γιώταινα, να γράψεις, επιτέλους, τον πόνο σου- τον καημό σου- και την πίκρα που νιώθεις για κάποιους ανθρώπους στο χιόνι.
Γράψ' τα στο χιόνι όλα αυτά
κι ύστερα να περιμένεις να βγει ο ήλιος.
Άντε τώρα σύρε στο καλό σύρε στο σπίτι σου». Ύστερα, γύρισε
την πλάτη και κίνησε να κλειδώσει την πόρτα της εκκλησιάς.
«Μια στιγμή, παπά μου, να πάρω ένα κεράκι»,
άκουσε τη φωνή της. Την άλλη στιγμή πέρασε δίπλα του, έριξε ένα νόμισμα στο παγκάρι, πήρε ένα κεράκι και ξαναβγήκε σιωπηλή.
Ένα αλλιώτικο φως απλώθηκε στο πρόσωπο του
παπα-Αντρέα καθώς την παρακολουθούσε ν' απομακρύνεται
σκυφτή. Εκείνος γνώριζε πού θα την οδηγούσαν
τα βήματά της και τούτη τη φορά.
Η γυναίκα πήρε να κατηφορίζει το κακοτράχαλο μονοπάτι,
ρίχνοντας μια ματιά κατά τη δύση. Ο ήλιος
ήταν κρυμμένος πίσω από βαριά σύννεφα, ωστόσο,
κατά τους υπολογισμούς της, ήθελε ακόμη πάνω από
μια ώρα μέχρι ν' αρχίσει να σκοτεινιάζει. Στη σκέψη
αυτή, τάχυνε το βηματισμό της. Ήξερε ότι χρειαζόταν
μισή ώρα για να φτάσει στον προορισμό της, η
απότομη όμως ανηφοριά θα έκανε πιο δύσκολη την
επιστροφή...
Είχε λαχανιάσει από το γρήγορο περπάτημα και
κοντανάσαινε όταν έφτασε σε μιαν άγρια, βραχώδη
λοφοπλαγιά, στο φρύδι μιας βαθιάς χαράδρας. Ήταν μια περιοχή που την έδερνε συνήθως ο αέρας, τούτη
τη φορά, όμως, επικρατούσε άπνοια. Η γυναίκα θυμήθηκε τα λόγια του παπα-Αντρέα. «Σίγουρα θα χιονίσει
απόψε», ψιθύρισε...
Έκανε μερικά βήματα ακόμη και στάθηκε ανάμεσα σε δυο μεγάλους βράχους, με τη θλίψη να βαραίνει
στην ψυχή της. Είχε περάσει περισσότερο από ένας μήνας από την τελευταία φορά που είχε έρθει εδώ και
το χορτάρι είχε θεριέψει. Έσκυψε κι άρχισε να το ξεριζώνει.
Όταν τέλειωσε, φάνηκαν οι πέτρες που είχε
τοποθετήσει με τα χέρια της, κολλητά τη μια δίπλα στην άλλη, πριν από δεκατέσσερα χρόνια. Οι πέτρες σχημάτιζαν ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο και
οριοθετούσαν τη θέση ενός τάφου!
Η γυναίκα έβγαλε ένα κουτί σπίρτα από μια τσέπη του μποξά της, άναψε το κεράκι και το κάρφωσε στο χώμα. Τούτη την ώρα θα 'θελε να 'ταν μαζί της κι ο
παπα-Αντρέας για να κάνει ένα τρισάγιο στον τάφο,
όμως, όσες φορές τον είχε παρακαλέσει όλα αυτά τα
χρόνια, αντιμετώπισε την άρνησή του. Οι δικαιολογίες
του δεν την είχαν πείσει ποτέ κι ήταν σίγουρη ότι δε θα του το συγχωρούσε ο Θεός, πράγμα που δεν είχε διστάσει να του το πετάξει κατάμουτρα την τελευταία
φορά που είχε αρνηθεί ν' ανταποκριθεί στο αίτημά της. Αν ήξερε, τουλάχιστον, εκείνη να πει κάποια
παράκληση… κάποιες από τις ευχές που έλεγε ο παπάς όταν έκανε τρισάγιο σε κάποιον άλλο τάφο...
Όμως, δεν ήξερε. Ούτε και θα μπορούσε να διαβάσει, αν είχε το κατάλληλο βιβλίο, επειδή ήταν τελείως
αγράμματη. Το μόνο που ήξερε ήταν το Πάτερ Ημών...
Δεν ήταν βέβαιη ότι ήταν κατάλληλο για την περίσταση,
όμως πίστευε ότι ο Θεός, με την απέραντη ευσπλαχνία
Του, θα το δεχόταν όπως το τρισάγιο που
αρνιόταν πεισματικά να τελέσει ο παπα-Αντρέας. Χωρίς
χρονοτριβή, γονάτισε και είπε τρεις φορές το Πάτερ ημών... Ύστερα, ανορθώθηκε και πήρε το δρόμο
της επιστροφής.
Καθώς ανηφόριζε, γδέρνοντας τους αστραγάλους της στις πέτρες που «φύτρωναν» στο μονοπάτι, σκέφτηκε γι' άλλη μια φορά ότι η Μοίρα την είχε καταραστεί
από τη μέρα που γεννήθηκε. -Μπορεί κι από πιο
πριν- Από τότε, ακόμη που βρισκόταν στην κοιλιά της μάνας της...
Διαστάσεις: 21 X 14 εκ.
Σελίδες: 296
Έλληνες Συγγραφείς
Μπλε καστόρινα παπούτσια: Μια ροκ ιστορία από τις ταραγμένες μέρες του '64
Τιμή: 16,00 15,02
Αγορά